δακτυλικός: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktylikos
|Transliteration C=daktylikos
|Beta Code=daktuliko/s
|Beta Code=daktuliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for the finger</b>: <b class="b3">αὐλὸς δ</b>. a flute <b class="b2">played with the fingers</b>, <span class="bibl">Ath.4.176f</span>; <b class="b3">δ. ψῆφος</b> a stone [[for calcuiating]], AP11.290 (Pall.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">for the anus</b>, ἔμπλαστρος Orib.<span class="title">Fr.</span>83, <span class="bibl">Cass.Fel.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[dactylic]], ῥυθμός Longin.39.4, <span class="bibl">Heph.4</span>. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι <span class="bibl">Eust.11.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[δακτυλιαῖος]], [[διάστημα]] Theo Sm.<span class="bibl">p.125</span> H.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for the finger]]: <b class="b3">αὐλὸς δ</b>. a flute <b class="b2">played with the fingers</b>, <span class="bibl">Ath.4.176f</span>; <b class="b3">δ. ψῆφος</b> a stone [[for calcuiating]], AP11.290 (Pall.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[for the anus]], ἔμπλαστρος Orib.<span class="title">Fr.</span>83, <span class="bibl">Cass.Fel.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[dactylic]], ῥυθμός Longin.39.4, <span class="bibl">Heph.4</span>. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι <span class="bibl">Eust.11.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[δακτυλιαῖος]], [[διάστημα]] Theo Sm.<span class="bibl">p.125</span> H.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλικός Medium diacritics: δακτυλικός Low diacritics: δακτυλικός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: daktylikós Transliteration B: daktylikos Transliteration C: daktylikos Beta Code: daktuliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).    2 for the anus, ἔμπλαστρος Orib.Fr.83, Cass.Fel.74.    II dactylic, ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι Eust.11.25.    III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.

German (Pape)

[Seite 520] 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυθμός Longin.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. ψῆφος, λίθος ἐντεθειμένος εἰς δακτύλιον, Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ δακτυλικός, ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 dont on joue avec les doigts (instrument de musique, etc.);
2 qu’on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);
3 composé de dactyles ; δακτυλικὸν μέτρον vers dactylique.
Étymologie: δάκτυλος.

Spanish (DGE)

(δακτῠλῐκός) -ή, -όν
I 1mús. digital, que se tañe con los dedos de instrumentos αὐλοί Ath.176f, Poll.4.82, τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασιν Poll.4.66
gener. que se maneja con los dedos ψῆφος AP 11.290 (Pall.).
2 que tiene el tamaño de un dedo διάστημα Theo Sm.125.
3 subst. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστος) medic. emplasto anal de un remedio para fístulas, Orib.Ec.82.7, alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactylice Cass.Fel.74.
4 métr. dactílico, dactylicus numerus hexametrorum Cic.Orat.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19, ῥυθμοί Longin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.Inst.9.4.46, τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόν Aristid.Quint.35.4, cf. 45.31, τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικά EM 451.17G.
neutr. subst. τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνον EM 520.25G.
II adv. -ῶς métr. en dáctilos δ. ποδίζεται Eust.11.24, cf. 1650.46.

Greek Monolingual

και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM δακτυλικός, -ή, -όν) δάκτυλος
1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)
2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «δακτυλικός στίχος», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)
αρχ.
1. δακτυλιαίος
2. φρ. α) «δακτυλικὴ ψῆφος» — πετράδι σε δαχτυλίδι
β) «δακτυλικὸν ἔμπλαστρον» — έμπλαστρο για τον δακτύλιο του πρωκτού.

Greek Monotonic

δακτῠλικός: -ή, -όν (δακτύλιος), ο τοποθετημένος σε δακτύλιο, αυτός που αποτελείται από δακτύλους (πόδες), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλικός: 3
1) вставленный в перстень (ψῆφος Anth.);
2) стих. дактилический (μέτρον).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλικός -ή -όν [δάκτυλος] met de vingers bediend.

Middle Liddell

δακτύλιος
set in a ring, Anth.