μητροπολιτικός: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(25) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitropolitikos | |Transliteration C=mitropolitikos | ||
|Beta Code=mhtropolitiko/s | |Beta Code=mhtropolitiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to a</b> μητροπολίτης 1.1, in neut. pl., of taxes, <span class="bibl"><span class="title">CPHerm.</span>120</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to a</b> μητροπολίτης 1.1, in neut. pl., of taxes, <span class="bibl"><span class="title">CPHerm.</span>120</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of a]] μητροπολίτης <span class="bibl">11</span>, δίκαιον <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span> 131.4</span>, <span class="title">Cod.Just.</span>1.5.12.22.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:25, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to a μητροπολίτης 1.1, in neut. pl., of taxes, CPHerm.120. II of a μητροπολίτης 11, δίκαιον Just.Nov. 131.4, Cod.Just.1.5.12.22.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπολιτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μητρόπολιν, Σῳζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μητροπολιτικός, -ή, -όν) μητρόπολη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη
νεοελλ.
φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» — μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις-δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική και κοινωνική επιρροή, αλλ. μητρόπολη
β) «μητροπολιτικός σιδηρόδρομος» — αστικός ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, εγκατεστημένος σε περίκλειστο διάδρομο αποκλειστικής χρήσης, γενικά σε διαφορετικό επίπεδο από το έδαφος, υπόγειος ή υπερυψωμένος, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά για τη μεταφορά επιβατών και έχει μεγάλη πυκνότητα δρομολογίων, αλλ. μετρό
γ) «μητροπολιτικό συμβούλιο»
(εκκλ. δίκ.) ονομασία του συμβουλίου της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο ασκεί εποπτεία στη διοίκηση και στη διαχείριση της περιουσίας και τών οικονομικών τών ενοριών της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησιαστική μητρόπολη ή στον μητροπολίτη.