κρουστός: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kroustos | |Transliteration C=kroustos | ||
|Beta Code=krousto/s | |Beta Code=krousto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[played by striking]], ὄργανα <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">κρουστὰ γράμματα· ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν</b>, Phot.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κρουστός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με [[κρούση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, [[πυκνός]], [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> (για [[φρούτο]]) [[τραγανός]], [[σκληρός]] («κρουστό [[σταφύλι]]», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μουσ.</b> τα [[κρουστά]]<br />[[σύνολο]] οργάνων τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με [[κρούση]] και τα οποία αποτελούν, [[δίπλα]] στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις [[τρεις]] ομάδες που σχηματίζουν μια [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απατηλός]], [[σφαλερός]] («[[κρουστά]] γράμματα<br />ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ [[εὐθέως]] λέγειν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κρουστός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με [[κρούση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, [[πυκνός]], [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> (για [[φρούτο]]) [[τραγανός]], [[σκληρός]] («κρουστό [[σταφύλι]]», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μουσ.</b> τα [[κρουστά]]<br />[[σύνολο]] οργάνων τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με [[κρούση]] και τα οποία αποτελούν, [[δίπλα]] στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις [[τρεις]] ομάδες που σχηματίζουν μια [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απατηλός]], [[σφαλερός]] («[[κρουστά]] γράμματα<br />ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ [[εὐθέως]] λέγειν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A played by striking, ὄργανα Nicom.Harm.2. II κρουστὰ γράμματα· ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν, Phot.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κρουστός, -ή, -όν) κρούω
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση
νεοελλ.
1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος
2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μουσ. τα κρουστά
σύνολο οργάνων τών οποίων ο ήχος παράγεται με κρούση και τα οποία αποτελούν, δίπλα στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις τρεις ομάδες που σχηματίζουν μια ορχήστρα
μσν.-αρχ.
απατηλός, σφαλερός («κρουστά γράμματα
ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν», Φώτ.)
αρχ.
«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα.