ποδάγρα: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podagra | |Transliteration C=podagra | ||
|Beta Code=poda/gra | |Beta Code=poda/gra | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[trap for the feet]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.28</span>, Call.<b class="b2">Fr.anon</b>.<span class="bibl">379</span>, <span class="title">AP</span> 6.296 (Leon.), <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.156</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[foot disease]] of dogs, oxen, horses, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604a5</span>,<span class="bibl">14</span>,<span class="bibl">23</span>; [[gout]], of human beings, <span class="title">IG</span>42(1).122.133 (Epid., iv B.C.), Dsc.1.104, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.40</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>4.30</span>: pl., <span class="bibl">Str.15.1.43</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A trap for the feet, X.Cyr.1.6.28, Call.Fr.anon.379, AP 6.296 (Leon.), Opp.C.1.156. II foot disease of dogs, oxen, horses, Arist.HA604a5,14,23; gout, of human beings, IG42(1).122.133 (Epid., iv B.C.), Dsc.1.104, Arr.Epict.3.22.40, Philostr.VA4.30: pl., Str.15.1.43.
German (Pape)
[Seite 642] ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάγρα: ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. ἀρθρῖτις ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ χειράγρα, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
piège qui saisit l’animal par le pied.
Étymologie: πούς, ἀγρέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
χρόνια νόσος, προσβολή της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική αρθρίτιδα
αρχ.
1. παγίδα για σύλληψη θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», Ξεν.)
2. (ως κύριο ὁν.) Ποδάγρα
προσωνυμία της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ ἱερόν», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «παγίδα» (πρβλ. γαλε-άγρα, μυ-άγρα) και με σημ. «νόσος τών ποδιών» (πρβλ. χειρ-άγρα)].
Greek Monotonic
ποδάγρα: ἡ,
I. παγίδα για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.
II. αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς χειράγρα.
Russian (Dvoretsky)
ποδάγρα: поэт. ποδάγρη ἡ
1) ножной силок или капкан (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);
2) ревматическая боль в ногах, подагра Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδάγρα -ας, ἡ, Ion. en poët. ποδάγρη en ποδαγρίη [πούς, ἀγρέω] voetklem. geneesk. jicht.
Middle Liddell
ποδ-άγρα, ἡ,
I. a trap for the feet, Xen., Anth.
II. gout in the feet, opp. to χειράγρα.