ἀταλαίπωρος: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atalaiporos | |Transliteration C=atalaiporos | ||
|Beta Code=a)talai/pwros | |Beta Code=a)talai/pwros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not painstaking</b>, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας <span class="bibl">Th.1.20</span>. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>254</span>; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι <span class="bibl">D.C.49.35</span>; ἀ. διάγειν <span class="bibl">Ph.1.18</span>; ἀ. ἀκούειν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>143.16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not painstaking</b>, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας <span class="bibl">Th.1.20</span>. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>254</span>; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι <span class="bibl">D.C.49.35</span>; ἀ. διάγειν <span class="bibl">Ph.1.18</span>; ἀ. ἀκούειν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>143.16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, [[not given to hard work]], Hp.Aër.1; [[lazy]], ἀνθρωπάρια <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.29.55</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">incapable of bearing fatigue</b>, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. -ρως <b class="b2">without incurring fatigue</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>33</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> of stagnant water, [[sluggish]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.1</span>:—also ἀτακτ-πώρητος, ον, <span class="bibl">Poll.4.28</span>; [[easy]], <span class="bibl">Sor.2.11</span>. Adv. -τως Hsch. s.v. [[ἀνοίκτως]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>204</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:32, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16. II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55. 2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. -ρως without incurring fatigue, Id.Acut.33. III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. -τως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.
German (Pape)
[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος,ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: ἀ, ταλαίπωρος.
Spanish (DGE)
(ἀτᾰλαίπωρος) -ον
I 1de abstr. no esforzado, negligente οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας ἀκοή Ael.Fr.136
•de pers. que rehuye las fatigas, incapaz de esforzarse, indolente ἄνθρωποι Hp.Aër.1, cf. 21, Arr.Epict.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.Prorrh.2.8
•fig. de aguas estancadas inactivo, que no corre Ruf. en Orib.5.3.1.
II que no puede soportar el sufrimiento, desgraciado, de pers. mísero ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.
III adv. -ως
1 negligentemente οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.265, οὕτως ἀ. ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.in Cael.143.16.
2 sin esfuerzo, con facilidad, sin fatigarse ἀρριγέως καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀ. Hp.Acut.33, ἀ. κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀ. τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀ. ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀ. ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀ. ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.Epit.9.7.5.
Greek Monolingual
ἀταλαίπωρος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόπος («οὕτως ἀταλαίπωρος τοῑς πολλοῑς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.)
2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
Greek Monotonic
ἀταλαίπωρος: -ον, αυτός που δεν έχει υπομονή, αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, αδιάφορος, απερίσκεπτος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀταλαίπωρος: не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).
Middle Liddell
without pains or patience, indifferent, careless, Thuc.