ὁμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omodromos
|Transliteration C=omodromos
|Beta Code=o(mo/dromos
|Beta Code=o(mo/dromos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">running the same course with</b>, τῷ ἡλίῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>987b</span>, cf. Plu.2.1029b : c. gen., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.250</span> : abs., <b class="b3">πορείη</b> ib.<span class="bibl">48.318</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>10.537</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[running the same course with]], τῷ ἡλίῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>987b</span>, cf. Plu.2.1029b : c. gen., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.250</span> : abs., <b class="b3">πορείη</b> ib.<span class="bibl">48.318</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>10.537</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδρομος Medium diacritics: ὁμόδρομος Low diacritics: ομόδρομος Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: homódromos Transliteration B: homodromos Transliteration C: omodromos Beta Code: o(mo/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running the same course with, τῷ ἡλίῳ Pl.Epin.987b, cf. Plu.2.1029b : c. gen., Nonn.D.1.250 : abs., πορείη ib.48.318. Adv. -μως Tz.H.10.537.

German (Pape)

[Seite 334] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδρομος: -ον, ὁ τρέχων ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la course est la même ou aussi rapide.
Étymologie: ὁμός, δραμεῖν.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύ-δρομος].

Greek Monotonic

ὁμόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει την ίδια διαδρομή με, τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδρομος: совершающий совместный путь: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.

Middle Liddell

ὁμό-δρομος, ον, δραμεῖν
running the same course with τινι Plat.