σημειογράφος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
m (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ὁ,</b>" to "[ᾰ], ὁ,") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeiografos | |Transliteration C=simeiografos | ||
|Beta Code=shmeiogra/fos | |Beta Code=shmeiogra/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> σημεῖον <span class="bibl">11.5</span>) | |Definition=[ᾰ], ὁ, (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> σημεῖον <span class="bibl">11.5</span>) [[shorthand writer]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>23</span>, <span class="title">Stud.Pont.</span>3.3a (Amisus), <span class="title">CIG</span>3902d (Eumenia), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>724.2</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:09, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A σημεῖον 11.5) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a (Amisus), CIG3902d (Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 874] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.
Greek (Liddell-Scott)
σημειογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, ταχυγράφος, στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - ἐντεῦθεν -γραφεῖον, τό, τὸ γραφεῖον ἢ ἐργαστήριον τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ τέχνη, Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui écrit en signes convenus, sténographe.
Étymologie: σημεῖον, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες
μσν.-αρχ.
αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -γράφος].
Greek Monotonic
σημειογράφος: [ᾰ], -ον, στενογράφος, ταχυγράφος, κρυπτογράφος, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημειογράφος -ου, ὁ [σημεῖον, γράφω] stenograaf. Plut. CMi 23.4.
Russian (Dvoretsky)
σημειογράφος: (ᾰ) ὁ записывающий скорописными знаками, стенограф Plut.
Middle Liddell
σημειο-γρά˘φος, ον,
a shorthand writer, Plut.