πολυετής: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyetis
|Transliteration C=polyetis
|Beta Code=polueth/s
|Beta Code=polueth/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">after many years</b>, π. σεσωσμένος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>473</span>; π. μολεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>651</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lasting many years</b>, βίος <span class="title">OGI</span>383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); <b class="b3">ζωή, πόλεμοι</b>, <span class="bibl">Ph.2.364</span>, <span class="bibl">1.677</span>; δουλεία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>17</span>; χρόνος <span class="bibl">Sor.1.33</span>; <b class="b2">full of years</b>, γῆρας <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.16</span>; [[old]], ἐλέφας <span class="bibl">Hld.10.25</span>; οἶνος Dsc.2.76; [[keeping for many years]], of a remedy, <span class="bibl">Aët.9.24</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[after many years]], π. σεσωσμένος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>473</span>; π. μολεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>651</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[lasting many years]], βίος <span class="title">OGI</span>383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); <b class="b3">ζωή, πόλεμοι</b>, <span class="bibl">Ph.2.364</span>, <span class="bibl">1.677</span>; δουλεία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>17</span>; χρόνος <span class="bibl">Sor.1.33</span>; [[full of years]], γῆρας <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.16</span>; [[old]], ἐλέφας <span class="bibl">Hld.10.25</span>; οἶνος Dsc.2.76; [[keeping for many years]], of a remedy, <span class="bibl">Aët.9.24</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυετής Medium diacritics: πολυετής Low diacritics: πολυετής Capitals: ΠΟΛΥΕΤΗΣ
Transliteration A: polyetḗs Transliteration B: polyetēs Transliteration C: polyetis Beta Code: polueth/s

English (LSJ)

ές,

   A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.).    II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.

German (Pape)

[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνιανεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιόςχρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].

Greek Monotonic

πολυετής: -ές (ἔτος), αυτός που έχει πολλά χρόνια, που είναι γεμάτος από αυτά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυετής -ές [πολύς, ἔτος] vele jaren durend:. δουλεία slavernij Luc. 36.17. na lange tijd: (als pred. adj. ). ἔμενον ἐκ Τροίας πολυετῆ μολεῖν ik wachtte erop dat hij na vele jaren zou terugkeren uit Troje Eur. Hel. 651; ὡς... ἥκοι... πολυετὴς σεσωμένος dat hij na vele jaren behouden thuis is gekomen Eur. Or. 473.

Russian (Dvoretsky)

πολυετής:
1) проживший много лет, престарелый (π. καὶ μακρόβιος Luc.);
2) отсутствовавший много лет: ὃν ἔμενον πολυετῆ μολεῖν Eur. возвращения которого я прождал(а) столько лет.

Middle Liddell

πολυ-ετής, ές ἔτος
of many years, full of years, Eur.