ὀρεινόμος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreinomos
|Transliteration C=oreinomos
|Beta Code=o)reino/mos
|Beta Code=o)reino/mos
|Definition=ον, (<b class="b3">νέμω</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding on the hills</b>, δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but <b class="b3">ὀρειονόμους</b> is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span> ; <b class="b2">mountam-ranging</b>, Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.) ; <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span>
|Definition=ον, (<b class="b3">νέμω</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[feeding on the hills]], δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but <b class="b3">ὀρειονόμους</b> is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span> ; <b class="b2">mountam-ranging</b>, Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.) ; <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:33, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεινόμος Medium diacritics: ὀρεινόμος Low diacritics: ορεινόμος Capitals: ΟΡΕΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oreinómos Transliteration B: oreinomos Transliteration C: oreinomos Beta Code: o)reino/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω B)

   A feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr.HP9.18.3 ; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.) ; ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.

Greek Monolingual

ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].

Greek Monotonic

ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.

Middle Liddell

ὀρει-νόμος, ον, νέμω B]
mountain-ranging, Eur.