ἀμετάβολος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametavolos | |Transliteration C=ametavolos | ||
|Beta Code=a)meta/bolos | |Beta Code=a)meta/bolos | ||
|Definition=ον, = foreg., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>42</span>. <span class="sense"> <span class="bld">2</span> Music, | |Definition=ον, = foreg., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>42</span>. <span class="sense"> <span class="bld">2</span> Music, [[without modulation]], σύστημα <span class="bibl">Aristid.Quint.1.8</span>, <span class="bibl">Bacch.<span class="title">Harm.</span>74</span>; ἁρμονία Plu.2.437d ἀμετά-γνωστος, ον, [[unalterable]], [[implacable]], μῖσος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.10.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[not to be repented of]], ἡδονή <span class="bibl">Max.Tyr.1.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, = foreg., Plu.Mar.42. 2 Music, without modulation, σύστημα Aristid.Quint.1.8, Bacch.Harm.74; ἁρμονία Plu.2.437d ἀμετά-γνωστος, ον, unalterable, implacable, μῖσος J.AJ16.10.1. 2 not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr.1.4.
German (Pape)
[Seite 122] dasselbe, Sp., wie D. Hal. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάβολος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. Ι. 420, Διον. Ἁλ. 1. 83: - Ἐπίρρ. -λως Ἐκκλ. ἐν τῇ μουσικῇ = ἄνευ μεταβολῆς τῆς βάσεως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀμετάβλητος.
Spanish (DGE)
-ον
1 fil. gener. de abstr. inmutable τό μὲν ἀμετάβολον ἀπὸ τᾶς τὸ ὅλον περιεχούσας ψυχᾶς la parte inmutable del alma que encierra al todo Philol.B 21, πέμπτη οὐσία μηδενὶ τῶν τεσσάρων στοιχείων ἐπικοινωνοῦσα, ἀγέννητός τε καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. Eudor.Acad. en Ach.Tat.Intr.Arat.2, ἐν ἀμεταβόλῳ ἕξει Clem.Al.Strom.6.7.60, tb. de decretos ἐπὶ τῶν πατρίων ἐθῶν καὶ νόμων ὥσπερ διαγραμμάτων ἀμεταβόλων en relación con las costumbres y leyes patrias como decretos inmutables Plu.Mar.42.
2 gram. inmutable de las líquidas, porque no cambian en el futuro ἀμετάβολα τέσσαρα· λ̅, μ̅, ν̅, ρ̅ ἀμετάβολα δὲ λέγεται, ὅτι οὐ μεταβάλλει ἐν τοῖς μέλλουσι τῶν ῥημάτων οὐδὲ ἐν ταῖς κλίσεσι τῶν ὀνομάτων D.T.632.7, cf. Sch.D.T.204.1, Theodos.Can.350.15
•de las vocales largas porque no se modifican en los tiempos con aumento ἑπτὰ γὰρ ὄντων τῶν φωνηέντων τέσσαρα μέν εἰσιν ἀμετάβολα (op. μεταβολικά) Theodos.Can.45.14, καὶ ἀμετάβολα μέν ἐστι τέσσαρα η̅, ω̅, ι̅, υ̅, διότι ἐν ταῖς κλίσεσι τῶν ῥημάτων ἀμετάβολα μένει Sch.D.T.40.7
•de diptongos y falsos diptongos (ὁ τοῦ αι καὶ ει φθόγγος) ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους ἀμετάβολός ἐστιν S.E.M.1.117, cf. 118
•subst. τὰ ἀ. las líquidas Hdn.Gr.2.393, passim, ex quibus liquidae quas ἀμεταβόλας (sic) siue ὑγράς Graeci uocant Mar.Vict.p.32.
3 mús. ἀ. σύστημα sistema inmutable e.d. la combinación de los sistemas «perfecto menor» (τέλειον ἔλασσον) y «perfecto mayor» (τέλειον μεῖζον): κατὰ τὸ καλούμενον ἀ. σύστημα Euc.Sect.Can.19, cf. Bacch.Harm.74, Aristid.Quint.14.24
•fig. καὶ μὴ μίαν ἀεὶ κρᾶσιν ὥσπερ ἁρμονίαν ἀμετάβολον ... διαφυλάττειν ὁμολογήσετε reconoceréis que no conserva siempre un temperamento como una armonía inmutable Plu.2.437d.
4 ret. de versos homogéneos, cuyos versos no cambian, poematum autem seu carminum species sunt tres: alia enim a Graecis κατὰ στίχον, alia συστηματικά, alia μικτά dicuntur, quae etiam ἀμετάβολα et μεταβολικά Mar.Vict.p.56, nam ἀμετάβολα dicta sunt quae sui generis qualitatem mensuramque semper obtinent, ut sunt Homeri carmina et ea quae κατὰ στίχον appellari diximus Mar.Vict.p.57.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάβολος, -ον) μεταβάλλω
αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μεταβάλλεται, ο αμετάβλητος
αρχ.
(ως μουσικός όρος) (σύστημα, αρμονία) χωρίς μετατροπία ή μετατονισμό, δηλαδή μετάβαση από τον έναν τόνο στον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάβολος: Plut. = ἀμετάβλητος.