ἐπουριάζω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epouriazo | |Transliteration C=epouriazo | ||
|Beta Code=e)pouria/zw | |Beta Code=e)pouria/zw | ||
|Definition=(οὖρος) of a fair wind, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(οὖρος) of a fair wind, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[waft onwards]], τὰ ἀκάτια <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hist.Conscr.</span>45</span> ; [[swell]], τὴν ὀθόνην <span class="bibl">Id.<span class="title">Dom.</span>12</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., <b class="b3">τὰ ὦτα ἐπουριάσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας</b> [[spreading out]] his ears to catch gossip, v.l. in <span class="bibl">Ph.2.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 1 July 2020
English (LSJ)
(οὖρος) of a fair wind,
A waft onwards, τὰ ἀκάτια Luc. Hist.Conscr.45 ; swell, τὴν ὀθόνην Id.Dom.12. II metaph., τὰ ὦτα ἐπουριάσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας spreading out his ears to catch gossip, v.l. in Ph.2.4.
German (Pape)
[Seite 1010] = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀθόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουριάζω: ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45· κολπόω, φουσκώνω, τὴν ὀθόνην ὁ αὐτ. π. Οἴκ. 12.
French (Bailly abrégé)
enfler d’un vent favorable, acc..
Étymologie: ἐπί, οὐρία.
Greek Monolingual
ἐπουριάζω (Α)
1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.)
2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουριάζω, αμάρτυρος τ. (< ούριος < ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].
Greek Monotonic
ἐπουριάζω: = το επόμ., κινώ προς τα εμπρός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπουριάζω: (о попутном ветре)
1) гнать, мчать вперед (τὰ ἀκάτια Luc.);
2) надувать (τὴν ὀθόνην Luc.).