ζωμήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zomirysis
|Transliteration C=zomirysis
|Beta Code=zwmh/rusis
|Beta Code=zwmh/rusis
|Definition=εως, ἡ, (<b class="b3">ἀρύω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">soup-ladle</b>, <span class="bibl">Antiph.249</span>, <span class="bibl">Philem.Jun.1.6</span>, <span class="bibl">Anaxipp.6.1</span>, <span class="title">IG</span>22.1416 (iv B.C.), <span class="bibl">Ath.3.126d</span>, <span class="title">AP</span>6.101 (Phil.).</span>
|Definition=εως, ἡ, (<b class="b3">ἀρύω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[soup-ladle]], <span class="bibl">Antiph.249</span>, <span class="bibl">Philem.Jun.1.6</span>, <span class="bibl">Anaxipp.6.1</span>, <span class="title">IG</span>22.1416 (iv B.C.), <span class="bibl">Ath.3.126d</span>, <span class="title">AP</span>6.101 (Phil.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:53, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμήρῠσις Medium diacritics: ζωμήρυσις Low diacritics: ζωμήρυσις Capitals: ΖΩΜΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: zōmḗrysis Transliteration B: zōmērysis Transliteration C: zomirysis Beta Code: zwmh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.

Greek Monolingual

ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].

Greek Monotonic

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ (ζωμός, ἀρύω), κουτάλα της σούπας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζωμήρῠσις: εως ἡ суповая ложка, ковшик Anth.

Middle Liddell

ζωμ-ήρῠσις, εως ζωμός, ἀρύω
a soup-ladle, Anth.