κάνεον: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaneon
|Transliteration C=kaneon
|Beta Code=ka/neon
|Beta Code=ka/neon
|Definition=[ᾰ], τό, Ep. also κάνειον, Att. contr. κανοῦν <span class="title">IG</span>12.313.136, 22.1414.20, al.; dual <b class="b3">κανώ</b> ib.12.280.10; pl. <b class="b3">κανᾶ</b> ib.22.1414.38:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[basket of reed]] or [[cane]], esp. <b class="b2">bread-basket</b>, καλοῖς ἐν κανέοισιν <span class="bibl">Il.9.217</span>; περικαλλέος ἐκ κανέοιο <span class="bibl">Od.17.343</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.119</span>, etc.; Χάλκειον κάνεον <span class="bibl">Il.11.630</span>; Χρύσεια κάνεια <span class="bibl">Od.10.355</span>; esp. used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ <span class="bibl">3.442</span>; κανοῦν ἐνῆρκται <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 1142</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HF</span>926</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.120</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>7</span>; τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>948</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>244</span>, al., <span class="bibl">Pherecr.137</span>, etc.; carried in procession, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>222</span>; as a votive offering (perh. a vessel of basketshape), <span class="title">IG</span>11(2).161<span class="title">B</span>34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 (Thebes), <span class="title">CIG</span> 2855.21 (Branchidae).</span>
|Definition=[ᾰ], τό, Ep. also κάνειον, Att. contr. κανοῦν <span class="title">IG</span>12.313.136, 22.1414.20, al.; dual <b class="b3">κανώ</b> ib.12.280.10; pl. <b class="b3">κανᾶ</b> ib.22.1414.38:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[basket of reed]] or [[cane]], esp. [[bread-basket]], καλοῖς ἐν κανέοισιν <span class="bibl">Il.9.217</span>; περικαλλέος ἐκ κανέοιο <span class="bibl">Od.17.343</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.119</span>, etc.; Χάλκειον κάνεον <span class="bibl">Il.11.630</span>; Χρύσεια κάνεια <span class="bibl">Od.10.355</span>; esp. used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ <span class="bibl">3.442</span>; κανοῦν ἐνῆρκται <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 1142</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HF</span>926</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.120</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>7</span>; τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>948</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>244</span>, al., <span class="bibl">Pherecr.137</span>, etc.; carried in procession, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>222</span>; as a votive offering (perh. a vessel of basketshape), <span class="title">IG</span>11(2).161<span class="title">B</span>34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 (Thebes), <span class="title">CIG</span> 2855.21 (Branchidae).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:53, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνεον Medium diacritics: κάνεον Low diacritics: κάνεον Capitals: ΚΑΝΕΟΝ
Transliteration A: káneon Transliteration B: kaneon Transliteration C: kaneon Beta Code: ka/neon

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Ep. also κάνειον, Att. contr. κανοῦν IG12.313.136, 22.1414.20, al.; dual κανώ ib.12.280.10; pl. κανᾶ ib.22.1414.38:—

   A basket of reed or cane, esp. bread-basket, καλοῖς ἐν κανέοισιν Il.9.217; περικαλλέος ἐκ κανέοιο Od.17.343, cf. Hdt.1.119, etc.; Χάλκειον κάνεον Il.11.630; Χρύσεια κάνεια Od.10.355; esp. used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ 3.442; κανοῦν ἐνῆρκται E.El. 1142, cf. HF926, Aeschin.3.120, Men.Sam.7; τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ar.Pax948, cf. Ach.244, al., Pherecr.137, etc.; carried in procession, Men.Epit.222; as a votive offering (perh. a vessel of basketshape), IG11(2).161B34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 (Thebes), CIG 2855.21 (Branchidae).

German (Pape)

[Seite 1320] τό, zsgzgn κανοῦν, eigtl. ein aus Rohr geflochtener Korb zum Brote, Il. 9, 217 Od. 17, 343, Ath. I, 13 d; von Gold Od. 10, 355, χρυσήλατον Eur. I. A. 1565; κεράμιον D. Hal. 2, 23; die zum Opfer gebrauchten Körbe, in denen die geweihte Gerste, die Kränze u. das Opfermesser lagen, Od. 3, 441, ἐκ κανοῦ ἑλὼν ὀρθὴν σφαγίδα Eur. El. 810; ἐξάρχου κανᾶ I. A. 435, wie κανοῦν ἐνῆρκται El. 1142; τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον Ar. Pax 921; vgl. Add. 1 (VI, 258); sie wurden auf den Köpfen von Jungseauen bei heiligen Festprocessionen getragen, Thue. 6. 56, vgl. κανηφόρος; Dem. 24, 186 τὸν εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον; ἐξορκοῦν ἐι κανοῖς πρὸς τῷ βωμῷ 59, 78.

Greek (Liddell-Scott)

κάνεον: ᾰ, τό, Ἐπικ. καὶ κάνειον, Ἀττ. συνῃρ. κανοῦν· (κάννα): -κάνιστρον ἐκ καλάμου πεπλεγμένον, πλεκτὸν κανίσκιον, ἰδίως δι’ ἄρτον, «πανέρι», Λατ. canistrum, σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν κανέοισιν Ἰλ. Ι. 217· περικαλλέος ἐν κανέοιο Ὀδ. Ρ. 343, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1.119· ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, χάλκειον κάνεον Ἰλ. Λ. 630· ἐκ χρυσοῦ, χρύσεια κάνεια Ὀδ. Κ. 355· ἐκ πηλοῦ ὀπτοῦ, κεράμιον Διον. Ἀλ. 2. 23: -ἐχρησίμευε πρὸς ἐναπόθεσιν εἰς αὐτὸ τῆς εἰς τὰ θύματα ἐπιρριπτομένης κριθῆς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θυσίας, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Ὀδ. Γ. 442· κανοῦν ἐνῆρκται Εὐρ. Ἠλ. 1142, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 926, Αἰσχίν. 70. 31· τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ἀριστοφ. Εἰρ. 948, πρβλ. Ἀχ. 244, 253, Ὄρν. 850· προσφερόμενον ὡς ἀναθηματικὸν δῶρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570β. 3. 2855. 21.

French (Bailly abrégé)

έου (τό) :
plur. εα;
1 corbeille en osier pour le pain;
2 corbeille pour les objets destinés à un sacrifice.
Étymologie: cf. κάννα.

English (Autenrieth)

tray, basket, for bread and meat, and for sacrificial barley, Od. 1.147, Od. 17.343.

Greek Monolingual

κάνεον και επικ. τ. κάνειον και αττ. συνηρ. τ. κανοῡν, τὸ (Α) κάννα
1. είδος πλατιού και αβαθούς καλαθιού από πλεγμένα καλάμια, που το χρησιμοποιούσαν για να τοποθετούν το ψωμί ή, κατά τις θυσίες, τα στέφανα, τους ουλοχύτας και το μαχαίρι της θυσίας
2. καλάθι ή πιθ. αγγείο με σχήμα καλαθιού που προσφερόταν ως ανάθημα, ως αφιέρωμα σε θεό.

Greek Monotonic

κάνεον: [ᾰ], τό, Επικ. επίσης κάνειον, Αττ. κανοῦν (κάννα)· καλαμένιο καλάθι ή πανέρι, κάνιστρο για ψωμί, Λατ. canistrum, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το κριθάρι των σφαγίων στις θυσίες, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κάνεον: стяж. κανοῦν (ᾰ) τό
1) корзинка тростниковая (σῖτος ἐν κανέοισιν Hom.) или металлическая (χάλκειον, χρύσειον Hom.; χρυσήλατον Eur.);
2) жертвенная корзина Thuc., Dem.: κανοῦν ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη σφαγίς Eur. корзина готова, и нож наточен.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνεον -έου, contr. κανοῦν -οῦ, τό, ep. κάνειον [κάννα] mand (gemaakt van riet).

Middle Liddell

κά˘νεον, ου, τό, κάννα
a basket of reed or cane, a bread-basket, Lat. canistrum, Hom., Hdt., attic; also made of metal, Hom.: —it was used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Od.