σκορπιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skorpioeidis
|Transliteration C=skorpioeidis
|Beta Code=skorpioeidh/s
|Beta Code=skorpioeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scorpion-like</b>, only in form <b class="b3">σκορπιώδης</b> (q.v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σκορπιοειδές, τό</b>, <b class="b2">scorpion-wort</b> (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), [[Scorpiurus sulcata]], Dsc.4.192; cf. [[σκορπίουρος]].</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scorpion-like]], only in form <b class="b3">σκορπιώδης</b> (q.v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σκορπιοειδές, τό</b>, [[scorpion-wort]] (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), [[Scorpiurus sulcata]], Dsc.4.192; cf. [[σκορπίουρος]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:59, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιοειδής Medium diacritics: σκορπιοειδής Low diacritics: σκορπιοειδής Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skorpioeidḗs Transliteration B: skorpioeidēs Transliteration C: skorpioeidis Beta Code: skorpioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A scorpion-like, only in form σκορπιώδης (q.v.).    II σκορπιοειδές, τό, scorpion-wort (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), Scorpiurus sulcata, Dsc.4.192; cf. σκορπίουρος.

German (Pape)

[Seite 904] ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Aehnlichkeit des Saamens mit einem Skorpionsschwanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σκορπίον, πρβλ. σκορπιώδης. ΙΙ. τὸ σκορπιοειδές, φυτόν τι καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σπόρου αὐτοῦ πρὸς τὴν οὐρὰν σκορπίου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 195· ὡσαύτως σκορπίουρος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή
ζωολ. παλαιότερη ονομασία της τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές
φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που παρουσίαζε ο σπόρος του με την ουρά σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος / σκορπιός + -ειδής].