ἀρρενωπός: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arrenopos | |Transliteration C=arrenopos | ||
|Beta Code=a)rrenwpo/s | |Beta Code=a)rrenwpo/s | ||
|Definition=όν, also ή, όν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Fug.</span>27</span>: (ὤψ):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=όν, also ή, όν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Fug.</span>27</span>: (ὤψ):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[masculine-looking]], [[manly]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>802e</span>; γυναῖκες <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>747a1</span>, cf. <span class="bibl">Sor. 1.35</span>, Ruf. ap. Orib.inc.<span class="bibl">2.15</span>; εὐμορφία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Scyth.</span>11</span>; [[τὸ ἀρρενωπόν]] = [[ἀρρενωπία]], <span class="bibl">D.S.4.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of things, [[befitting a man]], [[manly]], στολή Ael.[[N A]] 2.11; τὸ ἀρρενωπόν τῆς ψυχῆς [[manliness]], Chor.<span class="title">Lyd.</span>8. Adv. [[ἀρρενωπῶς]] <span class="title">Gloss.</span>:— irreg. fem. [[ἀρρενωπάς]], άδος, ἡ, = [[ἀνδρόγυνος]], <span class="bibl">Cratin.389</span>, cf. Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ή, -όν Luc.<i>Fug</i>.27, <i>Scyth</i>.11]<br /><b class="num">1</b> de pers. gener. ref. a mujeres [[de aspecto varonil, viril, fuerte]] γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>1, cf. Luc.<i>Fug</i>.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ [[ἀρρενωπός]] D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.<i>Ep</i>.140, cf. <i>Et.Gen</i>.1572.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[propio del hombre]], [[viril]] τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.<i>Lg</i>.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.<i>Scyth</i>.11, [[βλέμμα]] Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.<i>NA</i> 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.<i>Or</i>.11.151c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρρενωπόν [[virilidad]] τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.<i>Decl</i>.3.12, cf. Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.15, D.S.4.6.<br /><b class="num">3</b> [[ἀρρενωπός]] | |dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ή, -όν Luc.<i>Fug</i>.27, <i>Scyth</i>.11]<br /><b class="num">1</b> de pers. gener. ref. a mujeres [[de aspecto varonil, viril, fuerte]] γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>1, cf. Luc.<i>Fug</i>.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ [[ἀρρενωπός]] D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.<i>Ep</i>.140, cf. <i>Et.Gen</i>.1572.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[propio del hombre]], [[viril]] τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.<i>Lg</i>.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.<i>Scyth</i>.11, [[βλέμμα]] Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.<i>NA</i> 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.<i>Or</i>.11.151c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρρενωπόν [[virilidad]] τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.<i>Decl</i>.3.12, cf. Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.15, D.S.4.6.<br /><b class="num">3</b> [[ἀρρενωπός]]· φοβερός Hsch.α 7123. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:32, 1 July 2020
English (LSJ)
όν, also ή, όν Luc.Fug.27: (ὤψ):—
A masculine-looking, manly, Pl.Lg.802e; γυναῖκες Arist.GA747a1, cf. Sor. 1.35, Ruf. ap. Orib.inc.2.15; εὐμορφία Luc.Scyth.11; τὸ ἀρρενωπόν = ἀρρενωπία, D.S.4.6. 2 of things, befitting a man, manly, στολή Ael.N A 2.11; τὸ ἀρρενωπόν τῆς ψυχῆς manliness, Chor.Lyd.8. Adv. ἀρρενωπῶς Gloss.:— irreg. fem. ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, = ἀνδρόγυνος, Cratin.389, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενωπός: -όν, ὡσαύτως, ή, όν, Λουκ. Δραπ. 27· (ὤψ): ― ὁ ἔχων ἀνδρικὴν ὄψιν, ἀνδρώδης, ἀνδρικός, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· γυναῖκες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16· εὐμορφία Λουκ. Σκύθ. 11· τὸ ἀρρενωπὸν = ἀρρενωπία, Διόδ. 4. 6. 2) ἐπὶ πραγμ., ἁρμόζων εἰς ἄνδρα, ἀνδρικός, στολή, τρόπος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Βυζ. τύπος τις ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίνου (Ἄδηλ. 32 β), πρβλ. Α. Β. 446, 24, Εὐστ. 827, 29 καὶ 1412, 31· καὶ οὐσιαστ. ἀρρενωπότης, ητος, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1274.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’apparence mâle ou virile ; τὸ ἀρρενωπόν virilité, courage.
Étymologie: ἄρρην, ὤψ.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ή, -όν Luc.Fug.27, Scyth.11]
1 de pers. gener. ref. a mujeres de aspecto varonil, viril, fuerte γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.GA 747a1, cf. Luc.Fug.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ ἀρρενωπός D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.Ep.140, cf. Et.Gen.1572.
2 de cosas y abstr. propio del hombre, viril τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.Lg.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.Scyth.11, βλέμμα Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.NA 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.Or.11.151c
•subst. τὸ ἀρρενωπόν virilidad τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.Decl.3.12, cf. Ruf. en Orib.Inc.18.15, D.S.4.6.
3 ἀρρενωπός· φοβερός Hsch.α 7123.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση
2. επίρρ. ἀρρενωπῶς
θαρραλέα, σταθερά
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].
Greek Monotonic
ἀρρενωπός: -όν και -ή, -όν (ὤψ), αυτός που έχει ανδρική όψη, αρσενικός, ανδρικός, αρρενωπός, σε Πλάτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενωπός: и 3
1) мужественный (εὐμορφία Luc.);
2) мужеподобный (γυνή Arst., Luc.).