ῥυπάω: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rypao | |Transliteration C=rypao | ||
|Beta Code=r(upa/w | |Beta Code=r(upa/w | ||
|Definition=Ep. ῥῠπόω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ep. ῥῠπόω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[to be filthy]], [[slovenly]], μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι <span class="bibl">Od.6.87</span>; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα <span class="bibl">13.435</span>; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω <span class="bibl">19.72</span>; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω <span class="bibl">23.115</span>; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα <span class="bibl">24.227</span>; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>266</span>; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1282</span>; τοὺς Πυθαγοριστὰς . . ῥυπᾶν ἑκόντας <span class="bibl">Aristopho 9.2</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>4</span>; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 14.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., [[to be filled with wax]], of the ear, prob. in <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 858</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:06, 1 July 2020
English (LSJ)
Ep. ῥῠπόω,
A to be filthy, slovenly, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Od.6.87; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα 13.435; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω 19.72; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω 23.115; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα 24.227; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον Ar.Pl.266; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων Ar.Av.1282; τοὺς Πυθαγοριστὰς . . ῥυπᾶν ἑκόντας Aristopho 9.2, cf. Luc.Nec.4; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων Ael.NA 14.4. II Pass., to be filled with wax, of the ear, prob. in S.Fr. 858.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig sein, beschmutzt sein; μάλα περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) καθῆραι, Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch ῥυπόω aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten ῥυπόω); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπάω: Ἐπικ. ῥῠπόω, (ῥύπος) εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, πλήρης ῥύπου, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω Τ. 72· νῦν δ’ ὅττι ῥυπόω Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. épq. ῥυπόω, et impf. ἐρρύπων;
être sale, malpropre.
Étymologie: ῥύπος.
English (Autenrieth)
ῥυπόω, part. ῥυπόωντα: be dirty, soiled.
Greek Monotonic
ῥῠπάω: Επικ. -όω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ῥύπος), είμαι βρωμερός, μιαρός, βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρρύπων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠπάω: эп. ῥῠπόω
1) быть грязным, неопрятным Hom., Arph., Luc.;
2) делать грязным, пачкать (τὰ ῥερυπωμένα, sc. εἵματα Hom.).