τρυχηρός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῡχηρός, ή, όν [[τρῦχος]]<br />[[ragged]], [[tattered]], Eur. | |mdlsjtxt=τρῡχηρός, ή, όν [[τρῦχος]]<br />[[ragged]], [[tattered]], Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[ragged]], [[tattered]], [[torn]], [[of clothes]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ά, όν,
A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496. II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].
Greek Monotonic
τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.
Middle Liddell
τρῡχηρός, ή, όν τρῦχος
ragged, tattered, Eur.