ἀκορία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akoria
|Transliteration C=akoria
|Beta Code=a)kori/a
|Beta Code=a)kori/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not eating to satiety, moderation in eating</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀ. ποτοῦ</b> [[insatiable desire]] of drink, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>2.2</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not eating to satiety]], [[moderation in eating]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀ. ποτοῦ</b> [[insatiable desire]] of drink, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>2.2</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:50, 5 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορία Medium diacritics: ἀκορία Low diacritics: ακορία Capitals: ΑΚΟΡΙΑ
Transliteration A: akoría Transliteration B: akoria Transliteration C: akoria Beta Code: a)kori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A not eating to satiety, moderation in eating, Hp.Epid.6.4.18.    II ἀ. ποτοῦ insatiable desire of drink, Aret.CD2.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορία: ἡ (ἄκορος) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν μέχρι χορτασμοῦ, ἐγκράτεια ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avidité insatiable.
Étymologie: ἀ, κόρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Epid.6.4.18
1 moderación c. gen. τροφῆς Hp.l.c.
2 deseo insaciable ποτοῦ Aret.CD 2.2.2
deseo insatisfecho, TDA 15.23 (Siria III d.C.).

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκορία)
νεοελλ.
Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση της όρεξης
αρχ.
1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό
2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος
η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική ορολογία. πρβλ. γαλλ. acorie (νεολατιν. acoria, γερμ. akorie κ.λπ.), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά ιατρικός όρος].
(II)
η (Οφθαλμ.)
ανυπαρξία κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acorea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κόρη.