σκαπτός: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaptos | |Transliteration C=skaptos | ||
|Beta Code=skapto/s | |Beta Code=skapto/s | ||
|Definition=ή, όν, (σκάπτω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">dug: that may be dug</b>:—<b class="b3">Σκαπτὴ Ὕλη</b> a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Γλης <span class="bibl">Hdt.6.46</span>; ἐν τῇ Σ. Γλῃ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>4</span>; <b class="b3">ἐν Σ. Γ</b>. <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Vit. Thuc.</span>25</span>, <span class="bibl">47</span>:—the form | |Definition=ή, όν, (σκάπτω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">dug: that may be dug</b>:—<b class="b3">Σκαπτὴ Ὕλη</b> a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Γλης <span class="bibl">Hdt.6.46</span>; ἐν τῇ Σ. Γλῃ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>4</span>; <b class="b3">ἐν Σ. Γ</b>. <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Vit. Thuc.</span>25</span>, <span class="bibl">47</span>:—the form [[Σκαπτησύλης]] (gen. sg.) is found in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>17</span>; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. <b class="b2">Scaptensǔla</b> Lucr.<span class="bibl">6.810</span>:—hence</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (σκάπτω)
A dug: that may be dug:—Σκαπτὴ Ὕλη a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Γλης Hdt.6.46; ἐν τῇ Σ. Γλῃ Plu.Cim.4; ἐν Σ. Γ. Marcellin.Vit. Thuc.25, 47:—the form Σκαπτησύλης (gen. sg.) is found in Thphr.Lap.17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. Scaptensǔla Lucr.6.810:—hence
German (Pape)
[Seite 889] gegraben, zu graben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτός: -ή, -όν, (σκάπτω) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, χώρα ἐν Θρᾴκη κληθεῖσα οὕτως ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ τύπος Σκαπτη-σύλη (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
creusé, fouillé ; seul. dans Σκαπτὴ ὕλη HDT Skaptè Hylè « la Forêt aux mines », dans le Pangée, près de Φίλιπποι, en Macédoine orientale, où étaient des mines d’or.
Étymologie: σκάπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκαπτός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν σκάπτω / σκάφτω]
αυτός που μπορεί κανείς να τον σκάψει
νεοελλ.
σκαμμένος
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή
ονομασία πόλης της Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
σκαπτός: -ή, -όν (σκάπτω), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι κατάλληλος να σκαφτεί· Σκαπτὴ ὕλη, περιοχή της Θράκης, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] gegraven.
Middle Liddell
σκαπτός, ή, όν σκάπτω
dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a district in Thrace, Hdt.