συγγραφικός: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggrafikos | |Transliteration C=syggrafikos | ||
|Beta Code=suggrafiko/s | |Beta Code=suggrafiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[given to writing]], esp. [[prose works]], <b class="b3">ποιητικὸς ἢ ξ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>35</span>, cf. <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>7.205b</span>; [[of]] or [[in prose composition]], δεινότης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>23</span>; ἀρετὴ καὶ κακία <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>42</span>; <b class="b3">-ώτερον εἶδος</b> [[more suited to prose]], <span class="bibl">Men.Rh. p.411</span> S. Adv., <b class="b3">-κῶς ἐρεῖν</b> speak [[like a book]], i.e. with great precision, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>102d</span>; opp. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[given to writing]], esp. [[prose works]], <b class="b3">ποιητικὸς ἢ ξ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>35</span>, cf. <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>7.205b</span>; [[of]] or [[in prose composition]], δεινότης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>23</span>; ἀρετὴ καὶ κακία <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>42</span>; <b class="b3">-ώτερον εἶδος</b> [[more suited to prose]], <span class="bibl">Men.Rh. p.411</span> S. Adv., <b class="b3">-κῶς ἐρεῖν</b> speak [[like a book]], i.e. with great precision, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>102d</span>; opp. [[ὑπομνηματικῶς]], Gal.18(1).529.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; -ώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd.102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
Greek (Liddell-Scott)
συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la rédaction d’un ouvrage, particul. d’un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη συγγραφή, ιδίως στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, μιλώ σαν βιβλίο, δηλ. με μεγάλη ακρίβεια, ακριβολογώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συγγρᾰφικός:
1) писательский, литературный (δεινότης Luc.);
2) занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ πλούσιος Luc.);
3) летописный, исторический: ἀρετὴ συγγραφική Luc. достоинство историографии.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.
Middle Liddell
συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]
given to writing, esp. in prose, Luc. adv., συγγραφικῶς ἐρεῖν to speak like a book, i. e. with great precision, Plat.