παλιμπροδότης: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιμπροδότης''': -ου, ὁ, διπλοῦς [[προδότης]], [[προδότης]] ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ | |lstext='''πᾰλιμπροδότης''': -ου, ὁ, διπλοῦς [[προδότης]], [[προδότης]] ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, [[διπλῆ]] [[προδοσία]], Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.
Greek Monolingual
παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπροδότης: ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.