Στέντωρ: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "*" to "*")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Stentor
|Transliteration C=Stentor
|Beta Code=*ste/ntwr
|Beta Code=*ste/ntwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="title">Stentor</span>, a Greek at Troy, famous for his loud voice, <span class="bibl">Il.5.785</span>: prov., <b class="b3">μεῖζον ἐμβοᾶν τοῦ Σ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Luct.</span>15</span>:—Adj. Στεντόρειος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Stentorian, with a voice like Stentor's</b>, κῆρυξ <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1326b7</span>; βοᾶν Στεντόρειον Aristid.2.28 J.</span>
|Definition=ορος, ὁ, [[Stentor]], a Greek at Troy, [[famous]] for his [[loud]] [[voice]], <span class="bibl">Il.5.785</span>: prov., <b class="b3">μεῖζον ἐμβοᾶν τοῦ Σ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Luct.</span>15</span>:—Adj. [[Στεντόρειος]], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Stentorian]], with a voice like Stentor's, [[κῆρυξ]] <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1326b7</span>; βοᾶν Στεντόρειον Aristid.2.28 J.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:47, 3 October 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στέντωρ Medium diacritics: Στέντωρ Low diacritics: Στέντωρ Capitals: ΣΤΕΝΤΩΡ
Transliteration A: Sténtōr Transliteration B: Stentōr Transliteration C: Stentor Beta Code: *ste/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, Stentor, a Greek at Troy, famous for his loud voice, Il.5.785: prov., μεῖζον ἐμβοᾶν τοῦ Σ. Luc.Luct.15:—Adj. Στεντόρειος, ον,

   A Stentorian, with a voice like Stentor's, κῆρυξ Arist. Pol.1326b7; βοᾶν Στεντόρειον Aristid.2.28 J.

Greek (Liddell-Scott)

Στέντωρ: -ορος, ὁ, εἷς τῶν Ἑλλήνων ἐν Τροίᾳ, περίφημος διὰ τὴν ἰσχυράν του φωνήν, Ἰλ. Ε. 785· παροιμ., μεῖζον ἐμβρᾶν τοῦ Στ. Λουκ. π. Πένθ. 15· - Ἐπίθ. Στεντόρειος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Στέντορα, ἔχων φωνὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν τοῦ Στέντορος, κῆρυξ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 4, 11· βοᾶν Στεντόρειον Ἀριστείδ. 2. 28· - ὡσαύτως Στεντορόφωνος, ον, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
Stentor, Argien célèbre pour sa forte voix.

English (Autenrieth)

Stentor, whose voice was as loud as the united cry of 50 men, Il. 5.785†.

Greek Monolingual

-ορος, ο, ΝΑ
ομηρικός ήρωας, γνωστός για τη βροντερή φωνή του, την οποία έλαβε ως χάρισμα από την Ήρα
νεοελλ.
ως προσηγ. στέντωρ
ζωολ. γένος μεγαλόσωμων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης ετεροτρίχια που αφθονούν στο πλαγκτόν τών λιμνών και τών ποταμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στένω «στενάζω, βογγώ, γογγύζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ). Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνεια λ. (πρβλ. αγγλ. stentor)].

Greek Monotonic

Στέντωρ: -ορος, ὁ, Στέντωρας, ένας από τους Έλληνες στην Τροία, περίφημος για τη δυνατή, βροντερή φωνή του (όση πενήντα άντρες μαζί), σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ., Στεντόρειος, -ον, στεντόρειος, αυτός που έχει βροντερή και δυνατή φωνή όπως του Στέντορα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

Στέντωρ: ορος ὁ Стентор (греч. воин, участник Троянской войны, обладавший необыкновенно зычным голосом) (Σ. χαλκεόφωνος Hom.).

Middle Liddell

Στέντωρ, ορος, ὁ,
Stentor, a Greek at Troy, famous for his loud voice, Il.