γαλακτόχρως: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktochros
|Transliteration C=galaktochros
|Beta Code=galakto/xrws
|Beta Code=galakto/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[milk-coloured]], <span class="bibl">Philyll.4</span>, <span class="bibl">Nausicr.2</span>: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. [[γαλακτόχροες]] in <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.478</span> is f.l. for [[γαλακόχροες]].</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[milk-coloured]], <span class="bibl">Philyll.4</span>, <span class="bibl">Nausicr.2</span>: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. [[γαλακτόχροες]] in <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.478</span> is f.l. for [[γαλακόχροες]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:15, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτόχρως Medium diacritics: γαλακτόχρως Low diacritics: γαλακτόχρως Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: galaktóchrōs Transliteration B: galaktochrōs Transliteration C: galaktochros Beta Code: galakto/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,    A milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.

German (Pape)

[Seite 471] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτόχρως) -ωτος

• Morfología: [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, ἄνθη Dsc.l.c.

Greek Monolingual

και γαλακόχρως, ο, η (Α)
ο γαλακτόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)].