θηροφόνος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thirofonos | |Transliteration C=thirofonos | ||
|Beta Code=qhrofo/nos | |Beta Code=qhrofo/nos | ||
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Thgn.11</span>, prob. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>320</span>:—<span class="sense" | |Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Thgn.11</span>, prob. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>320</span>:—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[killing wild beasts]], epith. of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>378</span> (lyr.); of Apollo, <span class="title">AP</span>9.525.9; [[θεός]], i.e. Hadrian, <span class="bibl">Pancrat.<span class="title">Oxy.</span>1085.31</span>; κύνες <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>216</span> (anap.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">θ., τό</b>, v.l. for [[θηλυφόνον]], Dsc.4.76.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:30, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.Th.320:— A killing wild beasts, epith. of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά E.HF378 (lyr.); of Apollo, AP9.525.9; θεός, i.e. Hadrian, Pancrat.Oxy.1085.31; κύνες E.Hipp.216 (anap.). II θ., τό, v.l. for θηλυφόνον, Dsc.4.76.
German (Pape)
[Seite 1210] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
Greek (Liddell-Scott)
θηροφόνος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, ἀκόνιτον, Διοσκ. 4. 77.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα
2. επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον
(διάφ. γρ. του θηλυφόνον)
αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντο-φόνος, φασσο-φόνος.
Greek Monotonic
θηροφόνος: -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θηροφόνος: 2, редко 3 убивающий диких животных (Ἄρτεμις Eur.; κύνες Eur., Anth.).