θωπευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thopeftikos
|Transliteration C=thopeftikos
|Beta Code=qwpeutiko/s
|Beta Code=qwpeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[disposed to flatter]], [[fuwning]], of dogs, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488b21</span>; <b class="b3">τὰ θωπευτικά</b> [[flattery]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>634a</span>. Adv. θωπ-κῶς <span class="bibl">D.C.69.6</span>, Gal.14.600.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[disposed to flatter]], [[fuwning]], of dogs, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488b21</span>; <b class="b3">τὰ θωπευτικά</b> [[flattery]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>634a</span>. Adv. θωπ-κῶς <span class="bibl">D.C.69.6</span>, Gal.14.600.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:55, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπευτικός Medium diacritics: θωπευτικός Low diacritics: θωπευτικός Capitals: ΘΩΠΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thōpeutikós Transliteration B: thōpeutikos Transliteration C: thopeftikos Beta Code: qwpeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A disposed to flatter, fuwning, of dogs, Arist.HA488b21; τὰ θωπευτικά flattery, Pl.Lg.634a. Adv. θωπ-κῶς D.C.69.6, Gal.14.600.

German (Pape)

[Seite 1230] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.

Greek (Liddell-Scott)

θωπευτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, κολακευτικός, ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· τὰ θωπευτικά, θωπεία, Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωπευτικός, -ή, -όν) θωπευτής
1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει
2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης
νεοελλ.
1. τρυφερός, χαϊδευτικός
2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θωπευτικά
η θωπεία, η κολακεία.
επίρρ...
θωπευτικώς και -ά (Α θωπευτικῶς)
νεοελλ.
με τρυφερότητα
αρχ.
κολακευτικά.

Russian (Dvoretsky)

θωπευτικός: склонный ласкаться, заискивающий (κύων Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.

English (Woodhouse)

fawning, flattering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)