κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koitaios
|Transliteration C=koitaios
|Beta Code=koitai=os
|Beta Code=koitai=os
|Definition=α, ον<b class="b3">, κοίτη</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abed]], <b class="b3">κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ</b> to [[pass the night]] in the country, Decr. ap. <span class="bibl">D.18.37</span>; but <b class="b3">τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ</b>. [[encamp]], <span class="bibl">Plb.3.61.10</span>; κ. ἔρχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>177</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., [[τὸκ]]., = [[κοίτη]] <span class="bibl">1.2</span>, [[lair]] of a wild beast, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰκ. ἐπισπένδειν</b> take a <b class="b2">last cup, 'night-cap</b>', <span class="bibl">Hld.3.4</span>.</span>
|Definition=α, ον<b class="b3">, κοίτη</b>) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abed]], <b class="b3">κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ</b> to [[pass the night]] in the country, Decr. ap. <span class="bibl">D.18.37</span>; but <b class="b3">τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ</b>. [[encamp]], <span class="bibl">Plb.3.61.10</span>; κ. ἔρχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>177</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., [[τὸκ]]., = [[κοίτη]] <span class="bibl">1.2</span>, [[lair]] of a wild beast, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰκ. ἐπισπένδειν</b> take a <b class="b2">last cup, 'night-cap</b>', <span class="bibl">Hld.3.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, κοίτη)    A abed, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ to pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ. encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.    II Subst., τὸκ., = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.    2 τὰκ. ἐπισπένδειν take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Greek Monolingual

κοιταῑος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῑον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῑα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κοιταῖος: -α, -ον (κοίτη
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, παρά Δημ.
2. ως ουσ. κοιταῖον, τό, φωλιά άγριου θηρίου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κοιταῖος:
1) спящий, ночующий (κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);
2) ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.

Middle Liddell

κοιταῖος, η, ον κοίτη
1. in bed, ap. Dem.
2. as Subst., κοιταῖον, ου, τό, the lair of a wild beast, Plut.