λέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lechomai
|Transliteration C=lechomai
|Beta Code=le/xomai
|Beta Code=le/xomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lie down]], pres. only in Hsch. [[λέχεται]] ([[λεύχεται]] cod.)<b class="b3">· κοιμᾶται</b>, cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>139: pf. part. [[λελοχυῖα]]( = [[λεχὼ γενομένη]]) Hsch.; other tenses in Ep.: fut. [[λέξομαι]]: aor. [[ἐλεξάμην]]; also 3sg. aor. <b class="b3">ἔλεκτο, λέκτο</b>; imper. <b class="b3">λέξο, λέξεο</b> (v. infr.):—[[lie down]], esp. to sleep, <b class="b3">λέξεται ὕπνῳ</b> [[will lie]] asleep, <span class="bibl">Il.4.131</span>, cf. <span class="bibl">Od.7.319</span>; λέξομαι εἰς εὐνήν <span class="bibl">17.102</span>: aor., πὰρ δ' Ἑλένη ἐλέξατο <span class="bibl">4.305</span>; τῷ ἔνι λεξάσθην <span class="bibl">Il. 14.350</span>; <b class="b3">λεξάσθων παρὰ τάφρον</b> [[let them bivouac]], <span class="bibl">9.67</span>, cf. <span class="bibl">8.519</span>; ἔλεκτο <span class="bibl">Od.19.50</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>46</span>; λέκτο <span class="bibl">Od.4.453</span>, al.; imper. λέξο <span class="bibl">Il.24.650</span>, <span class="bibl">Od.10.320</span>; λέξεο <span class="bibl">Il.9.617</span>, <span class="bibl">Od.19.598</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> causal in Act., [[lay asleep]], [[lull to sleep]], λέξον με <span class="bibl">Il.24.635</span>; ἔλεξα Διὸς νόον <span class="bibl">14.252</span>. (Goth. [[ligan]], Engl. [[lie]], etc.)</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lie down]], pres. only in Hsch. [[λέχεται]] ([[λεύχεται]] cod.)<b class="b3">· κοιμᾶται</b>, cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>139: pf. part. [[λελοχυῖα]]( = [[λεχὼ γενομένη]]) Hsch.; other tenses in Ep.: fut. [[λέξομαι]]: aor. [[ἐλεξάμην]]; also 3sg. aor. <b class="b3">ἔλεκτο, λέκτο</b>; imper. <b class="b3">λέξο, λέξεο</b> (v. infr.):—[[lie down]], esp. to sleep, <b class="b3">λέξεται ὕπνῳ</b> [[will lie]] asleep, <span class="bibl">Il.4.131</span>, cf. <span class="bibl">Od.7.319</span>; λέξομαι εἰς εὐνήν <span class="bibl">17.102</span>: aor., πὰρ δ' Ἑλένη ἐλέξατο <span class="bibl">4.305</span>; τῷ ἔνι λεξάσθην <span class="bibl">Il. 14.350</span>; <b class="b3">λεξάσθων παρὰ τάφρον</b> [[let them bivouac]], <span class="bibl">9.67</span>, cf. <span class="bibl">8.519</span>; ἔλεκτο <span class="bibl">Od.19.50</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>46</span>; λέκτο <span class="bibl">Od.4.453</span>, al.; imper. λέξο <span class="bibl">Il.24.650</span>, <span class="bibl">Od.10.320</span>; λέξεο <span class="bibl">Il.9.617</span>, <span class="bibl">Od.19.598</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> causal in Act., [[lay asleep]], [[lull to sleep]], λέξον με <span class="bibl">Il.24.635</span>; ἔλεξα Διὸς νόον <span class="bibl">14.252</span>. (Goth. [[ligan]], Engl. [[lie]], etc.)</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]] για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λέχομαι]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>legh</i>- «τίθεμαι, [[κείμαι]]», αντιστοιχεί πλήρως [[προς]] το γοτθ. <i>ligan</i> «κε'ιμαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] του τ. <i>sitan</i> «[[κάθομαι]]») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>ležo</i>, ιρλδ. <i>laigid</i>. Ο αοριστικός τ. [[λέκτο]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεχσ</i>-<i>το</i>. Στην [[ίδια]] [[βαθμίδα]] (<i>legh</i>-) ανάγεται και ο τ. [[λέχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lectus</i>, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' <i>lake</i> «[[κλίνη]]»)<br />την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>logh</i>-) εμφανίζουν οι τ. [[λόχος]], [[λόχμη]]. Στη λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λέχομαι]] περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «[[τμήμα]] στρατού» (<b>βλ.</b> και [[λόχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λέκτρο]], [[λόχμη]], [[λόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λέχος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καταλέχομαι]], [[παρακαταλέχομαι]], [[παραλέχομαι]], [[προσλέχομαι]]].
|mltxt=[[λέχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]] για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λέχομαι]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>legh</i>- «τίθεμαι, [[κείμαι]]», αντιστοιχεί πλήρως [[προς]] το γοτθ. <i>ligan</i> «κε'ιμαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] του τ. <i>sitan</i> «[[κάθομαι]]») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>ležo</i>, ιρλδ. <i>laigid</i>. Ο αοριστικός τ. [[λέκτο]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεχσ</i>-<i>το</i>. Στην [[ίδια]] [[βαθμίδα]] (<i>legh</i>-) ανάγεται και ο τ. [[λέχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lectus</i>, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' <i>lake</i> «[[κλίνη]]»)<br />την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>logh</i>-) εμφανίζουν οι τ. [[λόχος]], [[λόχμη]]. Στη λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λέχομαι]] περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «[[τμήμα]] στρατού» (<b>βλ.</b> και [[λόχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λέκτρο]], [[λόχμη]], [[λόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λέχος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καταλέχομαι]], [[παρακαταλέχομαι]], [[παραλέχομαι]], [[προσλέχομαι]]].
}}
}}

Revision as of 10:25, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχομαι Medium diacritics: λέχομαι Low diacritics: λέχομαι Capitals: ΛΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: léchomai Transliteration B: lechomai Transliteration C: lechomai Beta Code: le/xomai

English (LSJ)

   A lie down, pres. only in Hsch. λέχεται (λεύχεται cod.)· κοιμᾶται, cf. Theognost.Can.139: pf. part. λελοχυῖα( = λεχὼ γενομένη) Hsch.; other tenses in Ep.: fut. λέξομαι: aor. ἐλεξάμην; also 3sg. aor. ἔλεκτο, λέκτο; imper. λέξο, λέξεο (v. infr.):—lie down, esp. to sleep, λέξεται ὕπνῳ will lie asleep, Il.4.131, cf. Od.7.319; λέξομαι εἰς εὐνήν 17.102: aor., πὰρ δ' Ἑλένη ἐλέξατο 4.305; τῷ ἔνι λεξάσθην Il. 14.350; λεξάσθων παρὰ τάφρον let them bivouac, 9.67, cf. 8.519; ἔλεκτο Od.19.50, Hes.Sc.46; λέκτο Od.4.453, al.; imper. λέξο Il.24.650, Od.10.320; λέξεο Il.9.617, Od.19.598.    II causal in Act., lay asleep, lull to sleep, λέξον με Il.24.635; ἔλεξα Διὸς νόον 14.252. (Goth. ligan, Engl. lie, etc.)

Greek Monolingual

λέχομαι (Α)
1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ.
β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέχομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα legh- «τίθεμαι, κείμαι», αντιστοιχεί πλήρως προς το γοτθ. ligan «κε'ιμαι, είμαι ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται νεώτερος σχηματισμός του τ. sitan «κάθομαι») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. ležo, ιρλδ. laigid. Ο αοριστικός τ. λέκτο < λεχσ-το. Στην ίδια βαθμίδα (legh-) ανάγεται και ο τ. λέχος (πρβλ. λατ. lectus, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' lake «κλίνη»)
την ετεροιωμένη βαθμίδα (logh-) εμφανίζουν οι τ. λόχος, λόχμη. Στη λεξιλογική οικογένεια του λέχομαι περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «τμήμα στρατού» (βλ. και λόχος).
ΠΑΡ. λέκτρο, λόχμη, λόχος
αρχ.
λέχος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καταλέχομαι, παρακαταλέχομαι, παραλέχομαι, προσλέχομαι].