λώπη: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lopi | |Transliteration C=lopi | ||
|Beta Code=lw/ph | |Beta Code=lw/ph | ||
|Definition=ἡ, (λέπω) <span class="sense" | |Definition=ἡ, (λέπω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[covering]], [[robe]], [[mantle]], δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην <span class="bibl">Od.13.224</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.25.254</span>, <span class="bibl">A.R.2.32</span>:—also λῶπος, εος, τό, Alc.<span class="title">Supp.</span>18.2 (dub.), <span class="bibl">Hippon.3</span>, <span class="bibl">Anacr.80</span>, <span class="bibl">Herod. 8.36</span>, <span class="bibl">Theoc.14.66</span>, Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>22.—Only poetic in class. writers, though prose writers have the derivs. <b class="b3">λώπιον, λωποδύτης</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (λέπω) A covering, robe, mantle, δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224, cf. Theoc.25.254, A.R.2.32:—also λῶπος, εος, τό, Alc.Supp.18.2 (dub.), Hippon.3, Anacr.80, Herod. 8.36, Theoc.14.66, Ps.-Luc.Philopatr.22.—Only poetic in class. writers, though prose writers have the derivs. λώπιον, λωποδύτης.
German (Pape)
[Seite 76] ἡ (λέπω), Hülle, Gewand; δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην, Od. 13, 224, also eine Art Mantel; ἀπ' ὤμων δίπλακα λώπην, Theocr. 25, 254; Ap. Rh. 2, 34, wo der Schol. χλανίς, διφθέρα erklärt, u. a. Sp., wie Agath. 8 (V, 294). Bei Sp. bes. ein Schaafpelz od. ein dickes, wollenes Kleid. Vgl. übrigens λῶπος u. λωποδύτης.
Greek (Liddell-Scott)
λώπη: ἡ, (λέπω) ἱμάτιον, περιβόλαιον, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως λῶπος, -εος, το, Ἱππῶν. 44·, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, λώπιον, λωποδύτης.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de vêtement ou de manteau en peau.
Étymologie: λέπω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
λώπη, ἡ (Α)
(ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (lōp-) της ΙΕ ρίζας lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω», που βρίσκουμε στο ρ. λέπω. Ο τ. λώπη (ή λῶπος) απαντά ως α' συνθετικό στη λ. λωπο-δύτης].
Greek Monotonic
λώπη: ἡ (λέπω), ιμάτιο, μανδύας, φόρεμα, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λώπη: ἡ одеяние, плащ (δίπτυχος Hom.).
Frisk Etymological English
Meaning: cove, mantle, cloth
See also: s. λέπω.
Middle Liddell
λώπη, ἡ, λέπω
a covering, robe, mantle, Od., Theocr.
Frisk Etymology German
λώπη: {lṓpē}
Grammar: f.
Meaning: Hülle, Mantel, Gewand
See also: s. λέπω.
Page 2,153