μυριστικός: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myristikos | |Transliteration C=myristikos | ||
|Beta Code=muristiko/s | |Beta Code=muristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[fragrant]], κάρυον <span class="bibl">Aët.1.131</span>: <b class="b3">μυριστικά, τά</b>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>5(3).89.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:57, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A fragrant, κάρυον Aët.1.131: μυριστικά, τά, Cat.Cod.Astr.5(3).89.
German (Pape)
[Seite 220] zum Salben gehörig, geschickt (?).
Greek (Liddell-Scott)
μῠριστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς τὸ μυρίσαι ἁρμόδιος, εὐώδης, Ἀέτ. 1, σ. 9b, 39.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυριστικός, -ή, -όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) μυρίζω
1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά
αρωματώδη φυτικά προϊόντα, μπαχαρικά, καρυκεύματα, μυρωδικά
νεοελλ.
φρ. «μυριστικό οξύ»
χημ. ονομασία ενός μονοκαρβονικού λιπαρού οξέος, στερεού αδιάλυτου στο νερό, διαλυτού στον αιθέρα και στην αλκοόλη, που απαντά στο μουσκάτιο βούτυρο με τη μορφή γλυκεριδίου, στο κήτειο σπέρμα κ.α.
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριστικόν
α) αρωματικό φυτό
β) αρωματική ουσία, μυρωδικό
γ) μύρο
δ) (κατ' επέκτ.) ευωδιά.