παραπομπός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapompos
|Transliteration C=parapompos
|Beta Code=parapompo/s
|Beta Code=parapompo/s
|Definition=όν, = foreg., <b class="b3">π. νῆες</b> ships <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attending as convoy]], <span class="bibl">Plb.1.52.5</span>, cf. <span class="bibl">15.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[purveyor]], POxy.1844.1 (vi A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (proparox.) = [[παράνυμφος]], Hsch. s.v.[[πάροχοι]].</span>
|Definition=όν, = foreg., <b class="b3">π. νῆες</b> ships <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attending as convoy]], <span class="bibl">Plb.1.52.5</span>, cf. <span class="bibl">15.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[purveyor]], POxy.1844.1 (vi A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (proparox.) = [[παράνυμφος]], Hsch. s.v.[[πάροχοι]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπός Medium diacritics: παραπομπός Low diacritics: παραπομπός Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: parapompós Transliteration B: parapompos Transliteration C: parapompos Beta Code: parapompo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., π. νῆες ships    A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6.    2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.).    II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v.πάροχοι.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert d’escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.

Greek Monolingual

-ό / παραπομπός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» — πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου
β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.παραπομπός
ο προμηθευτής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.παραπομπός
η συνοδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. προ-πομπός.

Greek Monotonic

παραπομπός: -όν (παραπέμπω), αυτός που συμμετέχει στην αποστολή κάποιου πράγματος με συνοδεία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραπομπός: служащий для перевозки или для сопровождения, конвойный (ναῦς Polyb.).

Middle Liddell

παραπομπός, όν παραπέμπω
escorting, Polyb.