πολύσπαστος: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyspastos | |Transliteration C=polyspastos | ||
|Beta Code=polu/spastos | |Beta Code=polu/spastos | ||
|Definition=ον, (σπάω) <span class="sense" | |Definition=ον, (σπάω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[drawn by many cords]]: <b class="b3">πολύσπαστον, τό,</b> [[compound pulley]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span> 84.11</span>, <span class="bibl">Ath.Mech.33.3</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>14</span>, Gal.18(1).747.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, (σπάω) A drawn by many cords: πολύσπαστον, τό, compound pulley, Hero Bel. 84.11, Ath.Mech.33.3, Plu.Marc.14, Gal.18(1).747.
German (Pape)
[Seite 673] von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, μηχάνημα, ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπαστος: -ον, (σπάω) ὁ διὰ πολλῶν σχοινίων συρόμενος· ― πολύσπαστον, τό, σύνθετος τροχαλία, Πλουτ. Μάρκελλ. 14, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσπαστος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο
(γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών τοποθετημένων σε κοινή τροχαλιοθήκη ή σε δύο τροχαλιοθήκες, από τις οποίες η επάνω τροχαλιοθήκη, η πάγια, είναι στερεωμένη σε σταθερό σημείο, ενώ η κάτω, η κινητή, φέρει άγκιστρο από το οποίο συγκρατείται το φορτίο που πρόκειται να ανυψωθεί και το οποίο χρησιμοποιείται για την ανύψωση μεγάλων βαρών επειδή υποπολλαπλασιάζει την απαιτούμενη για την ανύψωση δύναμη, αλλ. παλάγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σπαστός (< σπῶ)].
Greek Monotonic
πολύσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται από πολλά σχοινιά· πολύσπαστον, τό, σύνθετη τροχαλία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσπαστος: натягиваемый многими веревками или канатами: μηχάνημα πολύσπαστον Plut. = πολύσπαστον.
Middle Liddell
πολύσπαστος, ον, σπάω
drawn by many cords:— πολύσπαστον, ου, a compound pulley, Plut.