προχοή: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prochoi | |Transliteration C=prochoi | ||
|Beta Code=proxoh/ | |Beta Code=proxoh/ | ||
|Definition=(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl., <span class="sense" | |Definition=(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[outpouring]], i.e. [[mouth]], of a river, ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο <span class="bibl">Il.17.263</span>; ἐς ποταμοῦ προχοάς <span class="bibl">Od.5.453</span>; ἐν προχοῇς ποταμοῦ <span class="bibl">11.242</span>; ἐν προχοῇς . . Ὠκεανοῖο <span class="bibl">20.65</span>; Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.20</span>, cf. <span class="bibl">Anacr. 28</span> codd., <span class="bibl">B.6.3</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1025</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>272</span>, Theoc.Chius in <span class="title">FHG</span> ii 86, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>480</span>, etc.; <b class="b3">θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>192.8</span> (anap.); ὕδατος προχοὰς χειμερίους <span class="title">AP</span>9.147 (Antag.): sg. is dub. l. in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 757</span>; <b class="b3">προχοὴ τῶν ὑδάτων</b> [[discharge]] of amniotic fluid, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).127. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[overflow]], [[flood]], <span class="bibl">A.R.4.271</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> = [[πρόχωσις]], [[promontory]], <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>40</span> codd.Ath. (sed leg. [[προβολαῖσι]]). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[libations]], IG14.1595, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Marc.</span>23</span>, <span class="title">Epigr.Gr.</span>312.16 (Smyrna).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:45, 11 December 2020
English (LSJ)
(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl., A outpouring, i.e. mouth, of a river, ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263; ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453; ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242; ἐν προχοῇς . . Ὠκεανοῖο 20.65; Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp.1025 (lyr.), Ar.Nu.272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr.480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.); ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147 (Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127. 2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.). 3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι). II libations, IG14.1595, Porph.Marc.23, Epigr.Gr.312.16 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 799] ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῦ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καθ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ θαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.
Greek (Liddell-Scott)
προχοή: ἡ, (προχέω) ποιητικ. ὄνομα, σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο (διότι ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = πρόχυσις, ἀκρωτήριον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. σπονδή, λοιβή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
embouchure d’un fleuve ; bord, rivage de la mer, propr. sol qu’inonde la marée montante.
Étymologie: προχέω.
English (Autenrieth)
(χέω): only pl., out-pourings, mouth of a river, stream, Od. 20.65.
Greek Monolingual
ἡ, Α προχέω
συν. στον πληθ. αἱ προχοαί
1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ.
β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ.
γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. υπερχείλιση
3. σπονδές
4. ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», Αισχύλ.)
5. ακρωτήριο
6. προβλήτα
7. φρ. «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — εκκένωση του αμνιακού υγρού.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.
Russian (Dvoretsky)
προχοή: ἡ (преимущ. pl.) устье (ποταμοῦ Hom.; προχοαὶ λίμνας Pind.).
Middle Liddell
προχοή, ἡ, προχέω
mostly in pl., the outpouring, i. e. the mouth, of a river, Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.