πρόοψις: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proopsis | |Transliteration C=proopsis | ||
|Beta Code=pro/oyis | |Beta Code=pro/oyis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense" | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[foreseeing]], <span class="bibl">Th.5.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[seeing before one]], <b class="b3">οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .</b>. since there was no [[seeing]] where... cj. in <span class="bibl">Id.4.29</span> ([[προσόψεως]] codd.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[provision]], σταθμῶν <span class="title">SIG</span>880.15 (Pizus, iii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 11 December 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, A foreseeing, Th.5.8. II seeing before one, οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .. since there was no seeing where... cj. in Id.4.29 (προσόψεως codd.). III provision, σταθμῶν SIG880.15 (Pizus, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοψις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ πρόσω ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de prévoir ou de pourvoir à : ἄνευ προόψεως THC à l’improviste.
Étymologie: πρό, ὄψομαι.
Greek Monolingual
-όψεως, ἡ, Α ὄψις
1. πρόβλεψη
2. δυνατότητα θέας
3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι.
Greek Monotonic
πρόοψις: -εως, ἡ, πρόβλεψη, σε Θουκ.· οὐκ οὔσης τῆς προόψεως, καθώς δεν υπήρχε όψη, πρόσοψη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πρόοψις: εως ἡ
1) вид вперед, перспектива: οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ χρῆν ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν Thuc. так как не видно было, с какой стороны можно было бы прийти друг другу на помощь;
2) предварительное обнаруживание: ἄνευ προόψεως (τοῦ πλήθους) Thuc. не показывая заранее (противникам) численности (своих войск).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-οψις -εως, ἡ voorafgaande aanblik.
Middle Liddell
πρό-οψις, εως,
a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως since there was no seeing, Thuc.