Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκευασία: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevasia
|Transliteration C=skevasia
|Beta Code=skeuasi/a
|Beta Code=skeuasi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[preparing]], [[dressing]], esp. of food, ὄψου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>209e</span>, <span class="title">Alc.</span>1.117c, <span class="title">Min.</span>316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.<span class="title">Phasm.Fr.</span>2; φαρμάκων <span class="bibl">D.S.5.74</span>; πυρός <span class="bibl">Aen.Tact.33.2</span>, <span class="bibl">34.1</span>: pl., [[modes of dressing]], [[recipes]], <span class="bibl">Alex.110.24</span>: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1330. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[furniture]], ὄνων <span class="bibl">Callix.2</span>; [[furnishing]], Stoic.1.68.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[preparing]], [[dressing]], esp. of food, ὄψου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>209e</span>, <span class="title">Alc.</span>1.117c, <span class="title">Min.</span>316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.<span class="title">Phasm.Fr.</span>2; φαρμάκων <span class="bibl">D.S.5.74</span>; πυρός <span class="bibl">Aen.Tact.33.2</span>, <span class="bibl">34.1</span>: pl., [[modes of dressing]], [[recipes]], <span class="bibl">Alex.110.24</span>: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1330. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[furniture]], ὄνων <span class="bibl">Callix.2</span>; [[furnishing]], Stoic.1.68.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰσία Medium diacritics: σκευασία Low diacritics: σκευασία Capitals: ΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: skeuasía Transliteration B: skeuasia Transliteration C: skevasia Beta Code: skeuasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A preparing, dressing, esp. of food, ὄψου Id.Ly.209e, Alc.1.117c, Min.316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., modes of dressing, recipes, Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = Com.Adesp.1330.    II furniture, ὄνων Callix.2; furnishing, Stoic.1.68.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = σύνθεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰσία: ἡ, (σκευάζω) τὸ παρασκευάζειν, ἑτοιμασία, μάλιστα φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., τρόπος παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. ἔπιπλα, ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparation, apprêt.
Étymologie: σκευάζω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκευάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία
2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.)
νεοελλ.
συσκευασία
αρχ.
1. παρασκευή φαγητού («ὥσπερ περὶ ὄψου σκευασίας οἶσθα δήπου ὅτι οὐκ οἶσθα;», Πλάτ.)
2. προμήθεια επίπλων, επίπλωση
3. στον πληθ. αἱ σκευασίαι
α) τρόπος παρασκευής ενός φαγητού, συνταγή
β) εξαρτήματα, σκευήσκευασία ὄνων», Καλλίξ.)
3. μτφ. σύνθεση, δημιουργίασκευασία τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).

Greek Monotonic

σκευᾰσία: ἡ (σκευάζω), ετοιμασία, παρασκευή, μαγείρεμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκευᾰσία:
1) приготовление (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);
2) грам. сопоставление (τῶν ὑποκειμένων Sext.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).

Middle Liddell

σκευᾰσία, ἡ, σκευάζω
a preparing, dressing, Plat.