στένωμα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stenoma | |Transliteration C=stenoma | ||
|Beta Code=ste/nwma | |Beta Code=ste/nwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[narrow place]] or [[pass]], <span class="bibl">Peripl.M.Rubr.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:45, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A narrow place or pass, Peripl.M.Rubr.2.
German (Pape)
[Seite 936] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
Greek (Liddell-Scott)
στένωμα: τό, στενὸς τόπος ἢ δίοδος, πέραμα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στενῶ
στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.
β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)
νεοελλ.
ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα της ουρήθρας» β. «στένωμα του εντέρου»).