συγκουφίζω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkoufizo | |Transliteration C=sygkoufizo | ||
|Beta Code=sugkoufi/zw | |Beta Code=sugkoufi/zw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[help to lift]] or [[lighten]], τὸ βάρος <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.15</span>; [[help to keep above water]], τινα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>20</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">DDeor.</span>20.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:15, 11 December 2020
English (LSJ)
A help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.
German (Pape)
[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
French (Bailly abrégé)
contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].
Greek Monotonic
συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκουφίζω:
1) делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2) поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to help to lighten, help to keep above water, Luc.