ὀλιγοχρόνιος: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligochronios | |Transliteration C=oligochronios | ||
|Beta Code=o)ligoxro/nios | |Beta Code=o)ligoxro/nios | ||
|Definition=ον, also α, ον <span class="title">AP</span>7.648 (Leon.), <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.1</span> :—<span class="sense" | |Definition=ον, also α, ον <span class="title">AP</span>7.648 (Leon.), <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.1</span> :—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of short duration, short-lived</b>, <span class="bibl">Thgn.1020</span>, <span class="bibl">Mimn.5.5</span>, <span class="bibl">Democr.285</span>, <span class="bibl">Antipho Soph.51</span>, <span class="bibl">Hdt.1.38</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>87c</span>, <span class="bibl">87d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1315b11</span>, etc. ; opp. [[πολυχρόνιος]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[within a short time]], [[κίνδυνος]] (v.l. [[θάνατος]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>7</span>. Adv. -ίως Gal.18(2).243, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span> 20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:05, 13 December 2020
English (LSJ)
ον, also α, ον AP7.648 (Leon.), Aret.CA2.1 :— A of short duration, short-lived, Thgn.1020, Mimn.5.5, Democr.285, Antipho Soph.51, Hdt.1.38, Pl.Phd.87c, 87d, Arist.Pol.1315b11, etc. ; opp. πολυχρόνιος, Phld.Sign.23. II within a short time, κίνδυνος (v.l. θάνατος) Hp.Prog.7. Adv. -ίως Gal.18(2).243, Iamb.Protr. 20.
German (Pape)
[Seite 322] auch 3 Endgn, von kurzer Zeit, kurzer Dauer; Theogn. 1014; Her. 1, 38; τὸ σῶμα ἀσθενέστερον καὶ ὀλιγοχρονιώτερον, Plat. Phaed. 87 c; καὶ λίαν εὔφθαρτος, Pol. 2, 34, 6; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 8 Luc. Nigr. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοχρόνιος: -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, βραχυχρόνιος, Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, θάνατος Ἱππ. Προγν. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure peu, de courte durée.
Étymologie: ὀλίγος, χρόνος.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, -ον, θηλ. και -ία) ολιγόχρονος
αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ.
β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Greek Monotonic
ὀλῐγοχρόνιος: -ον και -α, -ον (χρόνος), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό χρονικό διάστημα, που είναι μικρής διάρκειας, βραχυχρόνιος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοχρόνιος: 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ σῶμα Plat.; κάλλος Plut.; ὀ. καὶ εὔφθαρτος Polyb.).
Middle Liddell
ὀλῐγο-χρόνιος, ον, χρόνος
lasting or living but little time, of short duration, Theogn., Hdt., etc.