πρόσθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(1b)
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosthima
|Transliteration C=prosthima
|Beta Code=pro/sqhma
|Beta Code=pro/sqhma
|Definition=ατος, τό,= foreg. <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>193</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[πρόσθεμα]] <span class="bibl">111</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>.</span>
|Definition=ατος, τό,= foreg. <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>193</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[πρόσθεμα]] ''111'', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:49, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσθημα Medium diacritics: πρόσθημα Low diacritics: πρόσθημα Capitals: ΠΡΟΣΘΗΜΑ
Transliteration A: prósthēma Transliteration B: prosthēma Transliteration C: prosthima Beta Code: pro/sqhma

English (LSJ)

ατος, τό,= foreg. 1.1, E.El.193 (lyr.), X.Mem.3.10.13.    2 = πρόσθεμα 111, Hp.Nat.Mul.32.

German (Pape)

[Seite 766] τό, = πρόσθεμα; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem φόρημα entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσθημα: τό, = προσθήκη Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on applique;
2 ce qu’on approche;
3 ce qu’on ajoute, appendice.
Étymologie: προστίθημι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α προστίθημι
ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη
νεοελλ.
1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις
2. γραμμ. το πρόσφυμα
3. ζωολ. το ανώτερο τμήμα της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας χειρόπτερα
αρχ.
1. αγροτεμάχιο που προστίθεται με αγορά, διαθήκη, ή άλλον τρόπο σε άλλη έκταση
3. το πέος
4. υπόθετο στη μήτρα ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πυγιαῑα».

Greek Monotonic

πρόσθημα: -ατος, τό, = προσθήκη I, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθημα: ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ φόρημα, ἀλλὰ π. Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] aanhangsel, toevoeging.

Middle Liddell

πρόσθημα, ατος, τό, = προσθήκη I, Eur., Xen.]