Χημία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[Αίγυπτος]], η γη της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> το μαύρο [[τμήμα]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή [[γλώσσα]] για να δηλωθεί το [[κράτος]] της Αιγύπτου (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmt</i>, κοπτικό <i>XHΜΙ</i>), του οποίου η αρχική σημ. [[είναι]] «μαύρη [[χώρα]]» (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmm</i> «[[είμαι]] [[μαύρος]]»)].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[Αίγυπτος]], η γη της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> το μαύρο [[τμήμα]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή [[γλώσσα]] για να δηλωθεί το [[κράτος]] της Αιγύπτου (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmt</i>, κοπτικό <i>XHΜΙ</i>), του οποίου η αρχική σημ. [[είναι]] «μαύρη [[χώρα]]» (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmm</i> «[[είμαι]] [[μαύρος]]»)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Χημία:''' ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.
|elrutext='''Χημία:''' ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.
}}
}}

Revision as of 21:55, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χημία Medium diacritics: Χημία Low diacritics: Χημία Capitals: ΧΗΜΙΑ
Transliteration A: Chēmía Transliteration B: Chēmia Transliteration C: CHimia Beta Code: *xhmi/a

English (LSJ)

ἡ, A Black-land. Chemmi, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. Kmt, Copt. <*> 'Egypt'.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η Αίγυπτος, η γη της Αιγύπτου
2. το μαύρο τμήμα του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος της Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), του οποίου η αρχική σημ. είναι «μαύρη χώρα» (πρβλ. αιγυπτιακό Kmm «είμαι μαύρος»)].

Russian (Dvoretsky)

Χημία: ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.