αλέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέομαι]] και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποφεύγω]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[φεύγω]] για να σώσω τη ζωή μου, [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> τον μετοχικό τ. του Ησιόδου <i>ἀλευόμενοι</i>, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. <i>ἀλεύασθαι</i> [[παρά]] το [[ἀλέασθαι]], [[καθώς]] και τον ενεστωτικό του ρήματος [[ἀλεύω]] «[[απωθώ]], [[κυνηγώ]]»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Το [[ρήμα]] [[συνήθως]] θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -<i>eF</i>-) [[μορφή]] της ρίζας <i>ἀλ</i>- με την οποία συνδέονται [[επίσης]] το συνώνυμο [[ρήμα]] [[ἀλύσκω]], [[καθώς]] και οι ρηματικοί τ. [[ἀλύω]] «[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[ταραγμένος]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], περιπλανιέμαι» και <i>ἀλῶμαι</i> -<i>άομαι</i> «περιπλανιέμαι».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλέα]] Ι, [[ἀλεωρή]].
|mltxt=[[ἀλέομαι]] και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποφεύγω]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[φεύγω]] για να σώσω τη ζωή μου, [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ομαι</i> (πρβλ. τον μετοχικό τ. του Ησιόδου <i>ἀλευόμενοι</i>, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. <i>ἀλεύασθαι</i> [[παρά]] το [[ἀλέασθαι]], [[καθώς]] και τον ενεστωτικό του ρήματος [[ἀλεύω]] «[[απωθώ]], [[κυνηγώ]]»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Το [[ρήμα]] [[συνήθως]] θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -<i>eF</i>-) [[μορφή]] της ρίζας <i>ἀλ</i>- με την οποία συνδέονται [[επίσης]] το συνώνυμο [[ρήμα]] [[ἀλύσκω]], [[καθώς]] και οι ρηματικοί τ. [[ἀλύω]] «[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[ταραγμένος]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]], περιπλανιέμαι» και <i>ἀλῶμαι</i> -<i>άομαι</i> «περιπλανιέμαι».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλέα]] Ι, [[ἀλεωρή]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)
1. απομακρύνω, αποφεύγω
2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικό τ. ἀλεF-ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. του Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι παρά το ἀλέασθαι, καθώς και τον ενεστωτικό του ρήματος ἀλεύω «απωθώ, κυνηγώ»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Το ρήμα συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -eF-) μορφή της ρίζας ἀλ- με την οποία συνδέονται επίσης το συνώνυμο ρήμα ἀλύσκω, καθώς και οι ρηματικοί τ. ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, βρίσκομαι σε αμηχανία, περιπλανιέμαι» και ἀλῶμαι -άομαι «περιπλανιέμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέα Ι, ἀλεωρή.