αλέα: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (πρβλ. λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].<br /><b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικό τ. ἀλεF-ᾱ (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.
(II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.
(III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].