Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλαλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άλαλο, ανόητο, τον [[αποβλακώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[κατάσταση]] ζάλης, τον [[κάνω]] ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν [[γύρω]] του<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[σύγχυση]] και [[αμηχανία]], [[ζαλίζω]], [[σκοτίζω]]<br /><b>4.</b> ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, [[περιέρχομαι]] σε [[αναισθησία]]<br /><b>5.</b> συγχύζομαι, ταράζομαι<br /><b>6.</b> αποβλακώνομαι, [[παλαβώνω]]<br /><b>7.</b> εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άλαλος]] με αναλογική [[επίδραση]] ρημάτων σε –[[ιάζω]], που δηλώνουν [[ασθένεια]], ή γενικότερα [[πάθηση]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[μουδιάζω]], [[νευριάζω]], [[παθιάζω]], [[χτικιάζω]], [[ψειριάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαλιασμός]]].
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άλαλο, ανόητο, τον [[αποβλακώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[κατάσταση]] ζάλης, τον [[κάνω]] ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν [[γύρω]] του<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[σύγχυση]] και [[αμηχανία]], [[ζαλίζω]], [[σκοτίζω]]<br /><b>4.</b> ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, [[περιέρχομαι]] σε [[αναισθησία]]<br /><b>5.</b> συγχύζομαι, ταράζομαι<br /><b>6.</b> αποβλακώνομαι, [[παλαβώνω]]<br /><b>7.</b> εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άλαλος]] με αναλογική [[επίδραση]] ρημάτων σε –[[ιάζω]], που δηλώνουν [[ασθένεια]], ή γενικότερα [[πάθηση]]<br />πρβλ. [[μουδιάζω]], [[νευριάζω]], [[παθιάζω]], [[χτικιάζω]], [[ψειριάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαλιασμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:01, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω
2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τον κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του
3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω
4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε αναισθησία
5. συγχύζομαι, ταράζομαι
6. αποβλακώνομαι, παλαβώνω
7. εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άλαλος με αναλογική επίδραση ρημάτων σε –ιάζω, που δηλώνουν ασθένεια, ή γενικότερα πάθηση
πρβλ. μουδιάζω, νευριάζω, παθιάζω, χτικιάζω, ψειριάζω.
ΠΑΡ. αλαλιασμός].