εὐνοϊκός: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evnoikos | |Transliteration C=evnoikos | ||
|Beta Code=eu)noi+ko/s | |Beta Code=eu)noi+ko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[welldisposed]], [[kindly]], [[favourable]], εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί <span class="bibl">D.57.1</span>, cf. <span class="bibl">Amphis 1</span>: Sup. -ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>49.16</span>. Adv. εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.15</span>; πρός τινα <span class="bibl">Id.<span class="title">Mem.</span>2.6.34</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.Al.</span>1436b18</span>; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα <span class="bibl">Isoc.12.237</span>; πρὸς τὴν πόλιν <span class="title">SIG</span>810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>19</span>; εὐ. προσδέχεσθαι <span class="bibl">D.18.7</span>: Comp. -ωτέρως <span class="bibl">Id.51.2</span>; -ώτερον <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>49.31</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.4.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A welldisposed, kindly, favourable, εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1, cf. Amphis 1: Sup. -ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16. Adv. εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15; πρός τινα Id.Mem.2.6.34, Arist. Rh.Al.1436b18; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237; πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19; εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7: Comp. -ωτέρως Id.51.2; -ώτερον Lib.Decl.49.31: Sup. -ώτατα X.Cyr.8.4.1.
German (Pape)
[Seite 1083] ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκώτερον ὑπάρχειν τινί, Dem. 57, I; Sp., wie Pol. 6, 6, 8; Luc. Tim. 15. – Adv. εὐνοϊκῶς, βοηθεῖν, Plat. Hipp. mai. 291 e; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A.; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen Einen wohlwollend sein, Xen. Hell. 4, 4, 15; Dem. 15, 22; πρός τινα, Xen. Mem. 2, 6, 34; τοῖς εὐν. πρὸς ὑμᾶς διακειμένοις Isocr. 12, 237; δικαίως ἂν ἔχοιτ' εὐνοϊκωτέρως ἐμοί Dem. 51, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνοϊκός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, καλῶς διατεθειμένος, ἀγαθός, εὐμενής, εὐνοϊκώτερον ὑπάρχει τινὶ Δημ. 1299. 13, πρβλ. Ἄμφ. ἐν «’Αθάμαντι» 1. -Ἐπίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν, 2. 6, 34· εὐν. διακεῖσθαι πρὸς τινα Ἰσοκρ. 282Β· ἀκοῦσαι εὐνοϊκῶς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. XVΙ· εὐν. προσδέχεσθαι Δημ. 227. 22. -Συγκρ. -ωτέρως ὁ αὐτ. 1228. 14: Ὑπερθ. -ώτατα Ξεν. Κύρ. 8. 4. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à la bienveillance, bienveillant.
Étymologie: εὔνοος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εὐνοϊκός, -ή, -όν)
ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ.
β. «τον βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου»)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε κάτι που επιδιώκεται («ο καιρός είναι ευνοϊκός για ταξίδι»)
2. αυτός που φέρνει καλή τύχη, ο αίσιος, ο ευοίωνος.
επίρρ...
ευνοϊκώς και ευνοϊκά (Α εὐνοϊκῶς)
με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με συμπάθεια, καλόγνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + κατάλ. -ικός (πρβλ. απλο-ϊκός, νυκτοπλο-ϊκός)].
Greek Monotonic
εὐνοϊκός: -ή, -όν, ευνοϊκά προσκείμενος προς, αγαθός, ευμενής, σε Δημ.· επίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί ή πρός τινα, διάκειμαι ευνοϊκά ως προς..., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐνοϊκός: хорошо расположенный, благожелательный, благосклонный (τινι Dem., Polyb., Luc.).