κηδεμονικός: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kidemonikos | |Transliteration C=kidemonikos | ||
|Beta Code=khdemoniko/s | |Beta Code=khdemoniko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[provident]], [[careful]], φίλος <span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>80</span>; νουθέτησις <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.13</span> O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ <span class="bibl">Epict.<span class="title">Gnom.</span>63</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>., = foreg., <span class="bibl">Plb.31.27.12</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>2.17.3</span>, Muson.<span class="title">Fr.</span>14p.73H.: Comp., <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.28.2</span>: Sup., <span class="bibl">Ph. 2.288</span>. Adv. -κῶς <span class="title">OGI</span>56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.<span class="title">Fr.</span>15AP.79 H., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span>46</span>, etc.; κ. ἔχειν πρός τινα <span class="bibl">Plb.4.32.4</span>; <b class="b3">κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.6.6</span>, <span class="bibl">Sor.1.28</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. -κῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.
German (Pape)
[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.
Greek Monotonic
κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.
Middle Liddell
κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών