κηπίον: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kipion | |Transliteration C=kipion | ||
|Beta Code=khpi/on | |Beta Code=khpi/on | ||
|Definition=τό, Dim. of [[κῆπος]], <span class="title">SIG</span>46.15 (Halic., v B.C.), <span class="bibl">Plb.6.17.2</span>, Gal.2.211, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>1.77.18</span>, etc.: metaph., <span class="sense"> | |Definition=τό, Dim. of [[κῆπος]], <span class="title">SIG</span>46.15 (Halic., v B.C.), <span class="bibl">Plb.6.17.2</span>, Gal.2.211, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>1.77.18</span>, etc.: metaph., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[appendage]], κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου <span class="bibl">Th.2.62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[κῆπος]] ''ΙΙ'', <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 30 December 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of κῆπος, SIG46.15 (Halic., v B.C.), Plb.6.17.2, Gal.2.211, PSI1.77.18, etc.: metaph., A appendage, κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου Th.2.62. II = κῆπος ΙΙ, Luc.Lex.5.
German (Pape)
[Seite 1432] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κηπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῆπος, Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν γήπεδον ἢ κηπάριον παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = κῆπος 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit jardin, fig. dépendance, accessoire;
2 sorte de coiffure.
Étymologie: κῆπος.
Greek Monolingual
κηπίον, τὸ (Α) κήπος
1. μικρός κήπος
2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να το καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό του σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.)
3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. κήπος («καὶ γὰρ οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κηπίον: τό, υποκορ. του κῆπος· περιβόλι, παρτέρι· μεταφ., συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).
Russian (Dvoretsky)
κηπίον: τό
1) садик Thuc., Polyb.;
2) «садик» (особый вид прически) Luc.
Middle Liddell
κηπίον, ου, τό,
Dim. of κῆπος: a parterre: metaph. a decoration, appendage, Thuc.