μετουσία: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metousia | |Transliteration C=metousia | ||
|Beta Code=metousi/a | |Beta Code=metousi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[participation]], [[partnership]], [[communion]], μ. ἑορτῆς <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ra.</span>446</span>; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>152</span>; <b class="b3">σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ</b>.; <span class="bibl">D.18.128</span>; <b class="b3">πεδίων μ</b>. [[enjoyment]], [[means of using]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.5.23</span>; τῶν δικαίων <span class="bibl">D.15.29</span>; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι <span class="bibl">Id.21.124</span>, cf. <span class="title">SIG</span>426.24 (Teos, iii B.C.), <span class="title">IG</span>12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), <span class="title">OGI</span>229.77. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Philos., = [[μέθεξις]], [[participation]] in the universal by the particular, <b class="b3">κατὰ μετοχήν τε καὶ μ</b>. Polyxenus ap.<span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Metaph.</span>84.18</span>; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ <span class="bibl">Plot.6.1.9</span>, cf. <span class="bibl">5.3.15</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.557</span> S.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A participation, partnership, communion, μ. ἑορτῆς Ar. Ra.446; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν Id.Th.152; σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ.; D.18.128; πεδίων μ. enjoyment, means of using, X.Cyr.8.5.23; τῶν δικαίων D.15.29; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Id.21.124, cf. SIG426.24 (Teos, iii B.C.), IG12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), OGI229.77. II in Philos., = μέθεξις, participation in the universal by the particular, κατὰ μετοχήν τε καὶ μ. Polyxenus ap.Alex.Aphr. in Metaph.84.18; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ Plot.6.1.9, cf. 5.3.15, Procl.in Prm.p.557 S.
German (Pape)
[Seite 162] ἡ, Theilnahme, οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; μετουσία ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.
Greek (Liddell-Scott)
μετουσία: ἡ, μετοχή, συμμετοχή, κοινωνία, μ. ἔχειν τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 443, πρβλ. Θεσμ. 152· σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μετουσία; Δημ. 269. 26: ἱππικὸν δὲ καταστήσας Περσῶν πεποίηκε Πέρσαις καὶ πεδίων εἶναι μετουσίαν, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ ἔχωσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ πεδιάδας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 23: μέθεξις, τῶν δικαίων Δημ. 199. 15· τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῖν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Δημ. 555. 17· οἷς [ἐστι] ἡ μ. τοῦ σημείου Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2891b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 participation, communauté;
2 possession ; domination.
Étymologie: part. de μέτειμι¹.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετουσία) μέτειμι (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ἡ θεία μετουσία» — η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία
αρχ.
1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.)
2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα
3. (φιλοσ.) συμμετοχή του μέρους στο σύνολο, στο όλο.
Greek Monotonic
μετουσία: ἡ, συμμετοχή, συνεργασία, κοινωνία (μετοχή), τινός, ενός πράγματος, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μετουσία: ἡ тж. pl.
1) участие (ἑορτῆς Arph.);
2) пользование, обладание (αἱ τῆς ἰσηγορίας καὶ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.): μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. господство (преобладание, превосходство) в открытом поле.
Middle Liddell
μετουσία, ἡ,
participation, partnership, communion, τινός, in a thing, Ar., Dem.