πανδέκτης: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pandektis
|Transliteration C=pandektis
|Beta Code=pande/kths
|Beta Code=pande/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[all-receiver]]: in pl. <b class="b3">πανδέκται, οἱ</b>, name of a [[Universal Dictionary]] or <span class="title">Encyclopedia</span>, such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in pl., also, [[the Pandects]], i.e. the law-books of Justinian, <span class="title">Cod.Just.</span>1.17.1.12, al.: sg., <b class="b3">ὁ π</b>., = <span class="title">Digesta</span>, Id.<span class="title">Const.</span> Δέδωκεν 1. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[all-receiver]]: in pl. <b class="b3">πανδέκται, οἱ</b>, name of a [[Universal Dictionary]] or <span class="title">Encyclopedia</span>, such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in pl., also, [[the Pandects]], i.e. the law-books of Justinian, <span class="title">Cod.Just.</span>1.17.1.12, al.: sg., <b class="b3">ὁ π</b>., = <span class="title">Digesta</span>, Id.<span class="title">Const.</span> Δέδωκεν 1. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδέκτης Medium diacritics: πανδέκτης Low diacritics: πανδέκτης Capitals: ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pandéktēs Transliteration B: pandektēs Transliteration C: pandektis Beta Code: pande/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A all-receiver: in pl. πανδέκται, οἱ, name of a Universal Dictionary or Encyclopedia, such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9. 2 in pl., also, the Pandects, i.e. the law-books of Justinian, Cod.Just.1.17.1.12, al.: sg., ὁ π., = Digesta, Id.Const. Δέδωκεν 1. II Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K.

German (Pape)

[Seite 457] ὁ, Alles in sich aufnehmend, Alles in sich enthaltend, Sp., bes. βίβλος, u. im plur. die Pandekten.

Greek (Liddell-Scott)

πανδέκτης: -ου, ὁ τὰ πάντα δεχόμενος· ἐν τῷ πληθ., πανδέκται, οἱ, ὄνομα καθολικοῦ λεξικοῦ ἢ εἴδους ἐγκυκλοπαιδικοῦ λεξικ., οἷα συνέταξαν ὁ Τίρων καὶ ὁ Δωρόθεος˙ ἕκαστον δὲ τούτων ἐκαλεῖτο πανδέκτης, Δωρόθεος ἐν τῷ πρώτῳ π. Κλήμ. Ἀλ. 399, πρβλ. Γέλλ. 13. 9. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, καθολικὴ συλλογὴ νόμων γενομένη κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἧς ἔκαστον βιβλίον ἦτο εἷς πανδέκτης, ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. παρὰ Συνέσ. 240D, πανδέκτης φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἐπιπολαίως πολυμαθῆ ἄνθρωπον. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ λέξ. πανδέκτης ἐσήμαινεν ἐπίρρημα, Διομήδ. 190, 24, 194, 20. IV. εἶδος πλοίου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 468, 1.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πανδέκτειρα, ΝΑ
1. αυτός που δέχεται μέσα του τα πάντα
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Πανδέκτες ή οι Πανδέκται
το σημαντικότερο έργο της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε συλλογή επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και επιτροπή εξεχόντων νομικών με εντολή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε συλλογή νόμων ή κειμένων
μσν.
είδος πλοίου
αρχ.
1. (στους Στωικούς) γραμμ. το επίρρημα
2. (κατά τον Συνέσιο) ειρων. επιπόλαια και χωρίς κρίση πολυμαθής άνθρωπος
3. στον πληθ. ονομασία γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. πολυ-δέκτης.

Russian (Dvoretsky)

πανδέκτης: содержащий все: αἱ Πανδέκται (sc. βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники.