παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachymeris
|Transliteration C=pachymeris
|Beta Code=paxumerh/s
|Beta Code=paxumerh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consisting of thick]] or [[coarse parts]], <span class="bibl">Ti.Locr.100e</span> (Comp.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>873a6</span> ; ἀήρ <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>5</span> (Sup.); <b class="b3">τὸ παχυμερές</b> [[the dense part]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> ; <b class="b3">τὸ -έστερον</b>, opp. <b class="b3">τὸ λεπτομερέστερον</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>304a31</span> ; τὸ -έστατον <span class="title">Placit.</span>1.3.11. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph. in Adv., [[loosely]], [[broadly]], [[roughly]], εἴρηται παχυμερῶς <span class="bibl">Str.1.4.7</span>, cf. <span class="bibl">8</span> (Comp.), Ach. Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span> 18 ; [[cursorily]], ἐξετάζειν <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span> 53.4.1</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consisting of thick]] or [[coarse parts]], <span class="bibl">Ti.Locr.100e</span> (Comp.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>873a6</span> ; ἀήρ <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>5</span> (Sup.); <b class="b3">τὸ παχυμερές</b> [[the dense part]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> ; <b class="b3">τὸ -έστερον</b>, opp. <b class="b3">τὸ λεπτομερέστερον</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>304a31</span> ; τὸ -έστατον <span class="title">Placit.</span>1.3.11. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph. in Adv., [[loosely]], [[broadly]], [[roughly]], εἴρηται παχυμερῶς <span class="bibl">Str.1.4.7</span>, cf. <span class="bibl">8</span> (Comp.), Ach. Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span> 18 ; [[cursorily]], ἐξετάζειν <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span> 53.4.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:43, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχῠμερής Medium diacritics: παχυμερής Low diacritics: παχυμερής Capitals: ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pachymerḗs Transliteration B: pachymerēs Transliteration C: pachymeris Beta Code: paxumerh/s

English (LSJ)

ές, A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6 ; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U. ; τὸ -έστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31 ; τὸ -έστατον Placit.1.3.11. II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18 ; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.

German (Pape)

[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος
2. σωματικός, υλικός
3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση
4. μτφ. παχύς
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές
το πυκνό μέρος.
επίρρ...
παχυμερῶς Α
1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά
2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτο-μερής].

Greek Monotonic

πᾰχῠμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πυκνά και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχῠμερής: состоящий из толстых или плотных частей (τὸ ψυχρόν Plat.; sc. ὕδωρ Arst.).

Middle Liddell

πᾰχῠ-μερής, ές
consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.