σατίνη: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=satini | |Transliteration C=satini | ||
|Beta Code=sati/nh | |Beta Code=sati/nh | ||
|Definition=[ῐ], ἡ, <span class="sense"> | |Definition=[ῐ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chariot]], ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>13</span>; ἐπιβαίνει σατινέων <span class="bibl">Anacr.21.12</span>; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20a13</span>; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1311</span> (lyr.): only found in pl. (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα,= [[Πλειάς]], the constellation being regarded as [[a car]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, A chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven.13; ἐπιβαίνει σατινέων Anacr.21.12; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Sapph.Supp.20a13; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας E.Hel.1311 (lyr.): only found in pl. (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα,= Πλειάς, the constellation being regarded as a car.
German (Pape)
[Seite 864] ἡ, der Kampfwagen, Streitwagen; Hom. h. Ven. 13; ζεύξασα σατίναν, Eur. Hel. 1327; übh. Wagen, Kutsche, Anacr. bei Ath. XII, 534 a, vgl. Mehlhorn Anacr. p. 227; wird auf σάσαι zurückgeführt, das bei den Paphiern = καθ ίσαι war.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτίνη: [ῑ], ἡ, πολεμικὸς δίφρος, ἅρμα, ἅμαξα πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σάτιλλα, = πλειάς, ἐπειδὴ ὁ ἀστερισμὸς οὗτος ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 char de combat;
2 p. ext. chariot, char.
Étymologie: DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πολεμικός δίφρος, πολεμικό άρμα («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για φρυγικό δάνειο (πρβλ. αρμεν. sayl «άρμα»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. σάτιλλα «Πλειάς», επειδή ο αστερισμός έμοιαζε με άρμα, και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. satilya. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].
Greek Monotonic
σᾰτίνη: [ῐ], ἡ, πολεμικό άρμα, άμαξα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σᾰτίνη: ἡ (ион. gen. pl. σατινέων) боевая колесница HH, Eur., Anacr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰτίνη -ης, ἡ strijdwagen; koets (voor vrouwen).
Middle Liddell
σᾰτί˘νη, ἡ,
a war-chariot, chariot, car, Hhymn., Eur. [deriv. uncertain]