στραγγαλίς: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggalis | |Transliteration C=straggalis | ||
|Beta Code=straggali/s | |Beta Code=straggali/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intricate knot]], <span class="bibl">Stratt.48</span>; <b class="b3">ὑμεῖς . . ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε</b> tied [[knots]] fast (cf. [[στραγγαλιάω]]), <span class="bibl">Pherecr.21</span>: hence Aristocreon called Chrysippus <b class="b3">τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα</b>, a knife to cut Academic [[knots]], ap.Plu.2.1033e. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[knot]] or [[induration]] in the breast or other parts, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>587b22</span>; cf. [[στραγγαλιά]]. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> some kind of ornament, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>8.26</span>; <b class="b3">σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη</b>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1449.18</span>,<span class="bibl">23</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 31 December 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A intricate knot, Stratt.48; ὑμεῖς . . ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε tied knots fast (cf. στραγγαλιάω), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα, a knife to cut Academic knots, ap.Plu.2.1033e. 2 knot or induration in the breast or other parts, Arist.HA587b22; cf. στραγγαλιά. 3 some kind of ornament, LXX Jd.8.26; σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη, POxy.1449.18,23 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 950] ίδος, ἡ, = στραγγαλιά; στραγγαλίδας σφίγγειν, Pherecrat. bei Phot., verfängliche Fragen; Ἀκαδημαϊκῶν στραγγαλίδων κοπίδα nennt den Chrysippus ein Epigr. bei Plut. de stoic. repugn. 2. – Verhärtungen, Arist. H. A. 7, 11. S. Vor.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλίς: -ίδος, ἡ, κόμβος πολύπλοκος, Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. στραγγαλιάω), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἐντεῦθεν τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, σκλήρωμα κατὰ τὸ στῆθος ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. στραγγάλια. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄ , 29).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
question captieuse et inextricable.
Étymologie: στραγγάλη.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
πολύπλοκος κόμπος
αρχ.
1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση
2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο του σώματος
3. είδος κοσμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Russian (Dvoretsky)
στραγγᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) запутанный вопрос, замысловатость (στραγγαλίδες Ἀκαδημαϊκαί Aristocreon ap. Plut.);
2) анат. узелок, затвердение Arst.